Ερχόμενη στο φως της δημοσιότητας η πρόταση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής για ενδεχόμενη αφαίρεση του αρχαίου κειμένου από το πρόγραμμα διδασκαλίας, συνοδεύτηκε από ένα κλίμα διαμαρτυρίας διαφόρων κέντρων και ομάδων πίεσης. Μάλιστα, παρόλες τις διαβεβαιώσεις του αρμοδίου Υπουργείου Παιδείας περί της συνέχισης της παρουσίας του μαθήματος στο πρόγραμμα όλων των μαθητών της Β’ Λυκείου, σφοδρή ήταν η αντίδραση της «Πανελλήνιας Ενώσεως Φιλολόγων».
Με τη δημοσίευση από πλευράς του συνδικαλιστικού φορέα των εκπαιδευτικών μιας σκληρής ανακοίνωσης επιχειρήθηκε η ερμηνεία της απαράδεκτης, για εκείνους, κυβερνητικής πρόθεσης. Τονίζοντας τα οφέλη που αποκομίζουν οι μαθητές από την «Αντιγόνη», όπως για παράδειγμα την «αγωγή δημοκρατίας» και τη «μαθητεία για αντίσταση απέναντι στις αυθαιρεσίες της εκάστοτε εξουσίας», κατέληγε στο «δυσαναπλήρωτο έλλειμμα παιδείας» που θα προκαλέσει η κατάργηση της διδασκαλίας του μαθήματος. Ωστόσο, εκτός από τις συντεχνιακές σκοπιμότητες των φιλολόγων, η αναιτιολόγητη όπως διαφάνηκε αντίδρασή τους, διακρίθηκε από περίσσια υποκρισία.
Η υποκρισία τους, κατ’ αρχάς, έγκειται στο κατά πόσο μπορεί ένας μαθητής της Β’ Λυκείου να αντιληφθεί τα μηνύματα της τραγωδίας του Σοφοκλή, κατά τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένο το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Πέραν της αποστηθίσεως και της αποσπασματικής γνώσης που μεταλαμπαδεύεται από το ελληνικό σχολείο, είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν οι μαθητές των τελευταίων τάξεων του Λυκείου, μαζί με τους εκπαιδευτικούς τους, δίνουν σημασία στα μαθήματα γενικής παιδείας, όπως είναι η «Αντιγόνη». Επικεντρωνόμενοι αμφότεροι στα μαθήματα κατεύθυνσης, τα οποία εξετάζονται στις πανελλαδικές εξετάσεις, αφήνουν σε δεύτερη μοίρα τα υπόλοιπα, πόσο μάλλον τα «Αρχαία». Τα τελευταία συνηθίζεται να διδάσκονται επιγραμματικά. Κατά συνέπεια, εάν ένα μήνα μετά το πέρας του σχολικού έτους ένας μαθητής τύγχανε να παρακολουθήσει σ’ ένα ανοικτό θέατρο την εξαιρετική παράσταση του Μουμουλίδη, του Τσακίρογλου και της Παππά των προηγούμενων καλοκαιριών, αισθανόταν ότι ερχόταν για πρώτη φορά σε ουσιαστική επαφή με το κορυφαίο σοφόκλειο κείμενο.
Εξαιρουμένου πάντως του τρόπου με τον οποίο έχει συγκροτηθεί το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, η υποκρισία της «Ενώσεως Φιλολόγων» απορρέει και από την αναφορά στην ανακοίνωσή τους περί «ελλείμματος παιδείας». Το έλλειμμα παιδείας σαφώς και αποτελεί μια διαχρονική παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας, έχοντας αποκρυσταλλωθεί στην πολύπλευρη πολιτική, οικονομική και πρωτίστως πνευματικής μας κρίση. Εντούτοις, η περαιτέρω διόγκωσή του δεν πρόκειται να επέλθει από την κατάργηση της «Αντιγόνης», αλλά από τη συνέχιση του λανθασμένου τρόπου διδασκαλίας της. Ο τελευταίος τείνει να επικεντρώνεται στην προαγωγή της ανυπακοής στους νόμους, ακόμα κι αν αυτοί προέρχονται από έναν τύρρανο, και όχι στο πού για παράδειγμα μπορεί να οδηγήσει η φαυλότητα της εξουσίας ή η καταστρατήγηση των ατομικών δικαιωμάτων από πλευράς κάθε πολίτη. Το ελληνικό σχολείο, άλλωστε, συνηθίζει να εμμένει αποκλειστικά στα δικαιώματα, δίχως να προτάσσει και τις υποχρεώσεις των πολιτών.
Αντί να εστιάζεται στην καλλιέργεια της καταστατικής συμπόρευσης των δικαιωμάτων με τις υποχρεώσεις για την αποτελεσματική λειτουργία μιας δημοκρατικής πολιτείας και την προάσπιση του κράτους δικαίου, το μεταπολιτευτικό εκπαιδευτικό σύστημα αυτοπεριορίστηκε στα πρώτα. Η υπακοή και η τήρηση των νόμων εγκλωβίστηκαν έναντι μιας παρανοϊκής αντίληψης περί ανεξέλεγκτης ελευθερίας δράσεως στο όνομα της δημοκρατίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, από τις σχολικές τάξεις εξέλειψε η καλλιέργεια της υπευθυνότητας, της φορολογικής και ασφαλιστικής συνείδησης, του σεβασμού απέναντι στον συμπολίτη αλλά και στο κράτος, με συνέπεια η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία να διακρίνεται από τη φοροδιαφυγή, την εισφοροαποφυγή, τη διαφθορά, συντελώντας όλες τους στην πολύπλευρη χρεωκοπία της.
Κοντολογίς, στο προκύψαν περί «Αντιγόνης» ζήτημα περισσεύει, για μία ακόμη φορά, η υποκρισία κυρίως της συνδικαλιστικής οργάνωσης των φιλολόγων, όπως και της πολιτικής ηγεσίας. Αντί να χύνουν κροκοδείλια δάκρυα οι πρώτοι, ας αναλογιστούν τις ευθύνες για την κατάσταση τόσο του εκπαιδευτικού συστήματος, όσο και για εκείνη στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική κοινωνία. Όσο για τη δεύτερη, αντί να σπεύδει να διαψεύδει τη φημολογία ευφάνταστων συντεχνιών, ας αναζητήσει τις αρμόζουσες λύσεις για την οριστική αντιμετώπιση του σοβαρού και, αν μη τι άλλο, υπάρχοντος ελλείμματος παιδείας.
Του Νίκου Σπ. Ζέρβα, υπ. Διδάκτορα Πανεπιστημίου Αθηνών