Η ρήση ταιριάζει στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα καθώς ενώ έχουν συμπληρωθεί 8 χρόνια από την έναρξη της οικονομικής αλλά και πολυεπίπεδης πλέον κρίσης που βιώνουμε, δεν διαφαίνεται ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας είναι κοντινή υπόθεση. Και τούτο γιατί σημαντικό μέρος του πληθυσμού δεν έχει αποδεχθεί τους λόγους που οδήγησαν στην κρίση αφού δεν θεωρεί ότι η χρόνια συντήρηση δημοσιονομικών ελλειμμάτων και ελλειμμάτων στις εξωτερικές συναλλαγές, αποτέλεσμα του ελλείμματος παραγωγής και παραγωγικότητας της χώρας, μπορούσαν εσαεί να διατηρούνται.
Το πώς δε το βιοτικό μας επίπεδο συστηματικά ξεπερνούσε τις παραγωγικές μας δυνατότητες έχει συγκεκριμένη απάντηση: μέσω της διαρκούς αύξησης του δημόσιου και ιδιωτικού δανεισμού τόσο από τους πιστωτές της χώρας όσο και από τις τράπεζες που δάνειζαν εταιρείες και ιδιώτες στοχεύοντας στην εκπλήρωση των στόχων χωρίς τη σχολαστική εφαρμογή των πιστωτικών κανόνων.
ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ
Ο αντίλογος που έχει διατυπωθεί είναι ότι φέρουν ευθύνη και οι δανειστές για τη χρόνια αυτή διαδικασία που κλιμακώθηκε μετά την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ, οπότε η προσφορά φθηνότερων δανείων (ελέω των συνθηκών ρευστότητας διεθνώς) εκτοξεύθηκε. Έτσι, το μεν δημόσιο χρέος μετετράπη από εσωτερικό σε εξωτερικό ενώ το τραπεζικό σύστημα προσηλύτισε με κάθε τρόπο επιχειρήσεις και άτομα για να συνάψουν δάνεια. Είναι επομένως λογικό να «υποστούν τιμωρία» και οι πιστωτές για τη συμβολή τους στην πιστωτική υπερεπέκταση. Και αυτό συνέβη, καθώς η κεφαλαιακή ανεπάρκεια οδήγησε σε διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις στο τραπεζικό σύστημα και αφού συντελέστηκε πρωτοφανής συγκέντρωσή του. Αυτό ωστόσο έχει συμβεί επιλεκτικά μόνο για τις ελληνικές τράπεζες ενώ οι ξένες τράπεζες κάτοχοι ελληνικών τίτλων μετέφεραν έγκαιρα τις απαιτήσεις τους στην ΕΚΤ και τον EFSF. Από την άλλη πλευρά, οι δανειολήπτες των ελληνικών τραπεζών που αδυνατούν πλέον να εξυπηρετήσουν το δανεισμό τους, συνεχίζουν να αντιδικούν με τις τράπεζές τους.
ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
Αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι η ιστορία των 7 ελληνικών πτωχεύσεων, όπως με συνοπτικό και εναργή τρόπο περιγράφει ο Γιώργος Δερτιλής στο τελευταίο του βιβλίο, έχει εκπληκτική ομοιότητα με όσα έχουν συμβεί το 1893 και εντεύθεν. Και τότε, το δημόσιο χρέος ανερχόταν στο 175% του ΑΕΠ έχοντας προέλθει από τη χρηματοδότηση των έργων υποδομής των κυβερνήσεων Τρικούπη. Η κυβέρνηση Δεληγιάννη ωστόσο, μη αναδεχόμενη το χρέος, συζητούσε επί πενταετία με τους δανειστές χωρίς να συμφωνεί για τη διευθέτησή του με τους όρους που καλείτο να δεχθεί. Τελικά δε προχώρησε στο γνωστό πόλεμο κατά της Τουρκίας το 1897 από τον οποίο η Ελλάδα εξήλθε ταπεινωμένη, καθώς αναδέχθηκε πολεμικές αποζημιώσεις προς τους Τούρκους που εκτόξευσαν το χρέος κατά 30% περίπου! Και βεβαίως αποδέχθηκε πλήρως τους όρους των δανειστών μέσω της εφαρμογής του Δ.Ο.Ε. και της έλευσης ξένων ελεγκτών για την τήρησή τους.
Αν δε το «τις πταίει» της εποχής εκείνης σχετιζόταν με τις πρακτικές των ελληνικών κυβερνήσεων, το φαύλο τρόπο διακυβέρνησης, το πελατειακό σύστημα, τις θεσμικές δυσλειτουργίες, το υπερτροφικό - αναποτελεσματικό και διεφθαρμένο κράτος και τις ισχυρές ομάδες πίεσης, η κατάσταση δεν φαίνεται να έχει αλλάξει δραστικά και στις μέρες μας. Φυσικά δε, τότε και τώρα, συνεχίζουμε να καταγγέλλουμε τους ξένους που με τις συνεχείς παρεμβάσεις τους απέτρεπαν την λειτουργία της χώρας με τρόπο που να υπόσχεται την διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Η ΔΙΕΞΟΔΟΣ
Ζητούμενο πλέον είναι με ποιο τρόπο μπορεί να ξεφύγει η ελληνική οικονομία από το φαύλο κύκλο της ύφεσης με τα δεδομένα που σήμερα την χαρακτηρίζουν. Λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη τη στάση των δανειστών απέναντί μας, την κατάσταση χαμηλής εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, τη διαμόρφωση της δημοσιονομικής πολιτικής με τους γνωστούς «σκληρούς στόχους» για το πρωτογενές πλεόνασμα, με τα δεδομένα του χρέους μας, το αρνητικό επιχειρηματικό περιβάλλον ελέω της διαρκούς φορολογικής στόχευσης των φυσικών και νομικών προσώπων αλλά και των συνεχών αλλαγών των κανόνων στο επιχειρείν.
Σε συνδυασμό με τη δυσλειτουργία της δημόσιας διοίκησης και των βασικών θεσμών με κορυφαία εκείνη της δικαιοσύνης. Επιδιώκουμε δηλαδή ένα εγχείρημα για το οποίο οι προϋποθέσεις είναι σχεδόν απαγορευτικές. Μήπως τότε έχουν δίκιο «οι δραχμολάγνοι» που εισηγούνται την μετάπτωση από το ευρώ σε εθνικό νόμισμα;
Η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική για την περίπτωση της ελληνικής οικονομίας καθώς δεν συντρέχουν εκείνες οι συνθήκες που θα μπορούσαν να κάνουν ένα τέτοιο εγχείρημα να έχει κάποιες πιθανότητες επιτυχίας. Που είναι η ύπαρξη αργούσας παραγωγικής δραστηριότητας στην οικονομία και η διακράτηση του δημόσιου χρέους στο εσωτερικό από κοινού με σοβαρό εθνικό σχέδιο μεσοπρόθεσμης ανασυγκρότησης.
Οι συνθήκες αυτές απαντώνται στην ιταλική οικονομία, η οποία θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο μετάπτωσης σε εγχώριο νόμισμα για να ανακτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μέσω της υποτίμησης του νομίσματος. Αντιθέτως, στην Ελλάδα η αποχώρηση από το ευρώ θα οδηγούσε σε καλπάζοντα πληθωρισμό λόγω της συνεχούς υποτίμησης που θα υφίστατο η «νέα δραχμή», δραματικές ελλείψεις αγαθών αφού οι εισαγωγές θα περιορίζονταν δραστικά και τα προϊόντα θα εξαφανίζονταν για να πουληθούν αργότερα και ακριβότερα και ενώ η ανεπαρκής κρατική μηχανή θα αδυνατούσε να διαχειριστεί τη χαοτική κατάσταση που θα διαμορφωνόταν.
Ταυτόχρονα, η χρόνια αποβιομηχάνιση δεν θα επέτρεπε την άμεση αύξηση της παραγωγής , ενώ η υψηλή εξάρτηση από εισαγόμενες πρώτες ύλες θα άμβλυνε την προσδοκώμενη αύξηση των εξαγωγών αφού η αύξηση του κόστους παραγωγής δεν θα επέτρεπε ιδιαίτερα ανταγωνιστικές τιμές πώλησης.
Η ΛΥΣΗ
Η λύση λοιπόν οφείλει να επικεντρωθεί με την ενθάρρυνση επιχειρηματικών δράσεων σε κάθε επίπεδο που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν αύξηση απασχόλησης και νέας παραγωγής προϊόντων/υπηρεσιών, ιδιαίτερα στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων.
Αρκετοί οικονομολόγοι, όπως ενδεικτικά οι Αρίστος Δοξιάδης, Δημήτρης Ιωάννου, Κωνσταντίνος Γάτσιος, αλλά και μελέτες διεθνών οίκων (π.χ. Mckinsey) και του δικού μας ΚΕΠΕ, έχουν αναφερθεί διεξοδικά στην αναγκαιότητα αυτής της επιλογής και στον επιτελικό σχεδιασμό των προϋποθέσεων για να προωθηθεί. Ασφαλώς δε η διαδικασία αυτή οφείλει να συνδυαστεί με την πρόοδο σοβαρών μεταρρυθμίσεων που η εφαρμογή τους θα συμβάλει αποφασιστικά στην ανταγωνιστικότητα.
Όπως για παράδειγμα, η αποφασιστική προώθηση της κινητικότητας του ανθρώπινου δυναμικού στο σύνολο των μονάδων της Γενικής Κυβέρνησης, αφού η χώρα δεν μπορεί να λύσει ούτε το πρόβλημα του ωραρίου λειτουργίας των μουσείων και αρχαιολογικών χώρων σε ώρες πέραν του συμβατικού ωραρίου και κατά την περίοδο αιχμής !
Τί είναι αυτό που μπορεί να κάνει τη διαφορά όταν κευνσιανού τύπου δράσεις δεν μπορούν να υπάρξουν, ενόσω τουλάχιστον η δημοσιονομική πειθαρχία στην Ευρώπη δεν ανατρέπεται, ώστε να εκδοθούν ευρωομόλογα για το χρέος και project bonds για έργα υποδομής να δρομολογηθούν;
Η απάντηση οφείλει να περιλάβει τις λεγόμενες εμπροσθοβαρείς δράσεις μέρος των οποίων συνιστούν οι αποκρατικοποιήσεις. Ωστόσο, αν κάποιες αποκρατικοποιήσεις εμποδίζονται από το σκεπτικό της ανάγκης εξαίρεσης μονάδων στρατηγικής σημασίας ή μετάθεσής τους σε συνθήκες αγορών που θα επιτρέπουν υψηλότερο τίμημα αγνοώντας τα οφέλη από τη διενέργεια ενός επενδυτικού προγράμματος, δεν υπάρχει δικαιολογία για τη μη επιδίωξη της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων σε αδράνεια για τα οποία μπορεί να δρομολογηθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία η αξιοποίησή τους.
Μάλιστα, ο τομέας της γης και των ακινήτων θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με πιλοτικό τρόπο αξιοποιώντας και το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο των ΑΕΕΑΠ (Ανώνυμες Εταιρείες Επενδύσεων Ακίνητης Περιουσίας) που έχει συμβάλει να έχει ήδη διαμορφωθεί ένας σημαντικός θύλακας δραστήριων εταιρειών στο real estate που αξιοποίησαν το ευεργετικό φορολογικό πλαίσιο. O αριθμός των σε αδράνεια ευρισκόμενων ακινήτων της Αθήνας μόνο, συνιστά μια προφανή περίπτωση για δράσεις από τους κατάλληλους φορείς, ανάμεσα στους οποίους και οι δήμοι.
ΠΡΑΞΗ
Η λογική των εμπροσθοβαρών δράσεων μπορεί να περιλάβει και τη γνωστή ιδέα των ΕΟΖ (Ελευθέρων Οικονομικών Ζωνών), περιοχών δηλαδή με ειδικό και ελκυστικό θεσμικό πλαίσιο για διενέργεια επενδύσεων, διαδικασία που εφάρμοσαν οι Κινέζοι από το 1978 και εξής (περιοχή Σεντζέν) με ιδιαίτερη επιτυχία στον τομέα της προσέλκυσης επενδύσεων. Όπως και αρκετές ευρωπαϊκές χώρες με τη χαμηλή φορολογία των εγκαθιστάμενων επιχειρήσεων (Ιρλανδία, Κύπρος, Βουλγαρία κοκ) . Διαδικασία ωστόσο που έχει πολλά εμπόδια για να εφαρμοστεί ενώ απαιτεί και τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών μας. Σε κάθε περίπτωση, είναι αναγκαίο να συνομολογηθεί από όλους, ιδιαίτερα δε τον πολιτικό κόσμο, ότι πρέπει να υπάρξει συμφωνία στην δρομολόγηση κινήσεων για δράσεις που με άμεσο τρόπο συμβάλλουν σε δημιουργία προστιθέμενης αξίας και νέων θέσεων απασχόλησης και τελικά σε νέο πλούτο. Με συμφωνημένο σχέδιο παραμερίζοντας τα γραφειοκρατικού τύπου εμπόδια και τις ιδεολογικές αγκυλώσεις που τις παρεμποδίζουν.
Του Δημήτρη Τζάνα, οικονομολόγου