Σήμερα, ίσως έλεγε πενήντα τετραγωνικά κι ένα μεγάλο σκληρό (δίσκο). Τίποτα όμως δε θα άλλαζε. Η τροφή του μυαλού είτε σε χαρτί είτε σε bytes παραμένει η ίδια: Η σκέψη, η φαντασία, το συναίσθημα, η περιέργεια, η απορία. Ένας άλλος μεγάλος άντρας του 20ου αιώνα, ο Φρόιντ, δε μνημόνευσε, στη δική του προσπάθεια να μειώσει στα εντελώς απαραίτητα τα εφόδια για μια ζωή γεμάτη, ούτε τετραγωνικά, ούτε βιβλιοθήκες. Διατύπωσε τη γνώμη ότι δουλειά και αγάπη είναι οι πυλώνες μιας ισορροπημένης ζωής. Και οι δυο όμως, αν το σκεφτούμε, δε διαφέρουν και πολύ στις απόψεις τους. Μια δουλειά θα σου επιτρέψει να μείνεις στα πενήντα τετραγωνικά (έστω και νοικιασμένα), μια αγάπη θα μπορούσες να τη βρεις ακόμη και στα βιβλία (μη σου πω και καλύτερα).
Κι εμείς; Εμείς τα κάνουμε όλα ανάποδα. Οι περισσότεροι έχουμε αποπροσανατολιστεί πλήρως και ευρισκόμενοι σε πλήρη άγνοια βαφτίζουμε το κρέας ψάρι. Κι έτσι όχι μόνο δουλειά και πενήντα τετραγωνικά δε πρόκειται ποτέ να βρούμε, αλλά και η αγάπη μας δε θα κατοικεί, το πιθανότερο, ούτε στη βιβλιοθήκη, ούτε στο δυαράκι, παρά μόνο σε κανένα βρόμικο παγκάκι, πραγματικό ή του διαδικτύου. Γιατί έτσι; Μα γιατί είναι πολύ πιο εύκολο. Τα δύσκολα μας τρομάζουν, απαιτούν μέγιστη προσπάθεια, ειλικρινή δέσμευση, σθεναρή αντίσταση στη ροπή προς την ευκολία, τη συνήθεια και την πεπατημένη, ολοκληρωτική αλλαγή και δημιουργία νέας συνθήκης. Είναι λοιπόν ευκολότερο να (ξανα)γυμνάσουμε τον ήδη θηριώδη δικέφαλό μας στο γυμναστήριο, παρά να απέχουμε από το αλκοόλ το οποίο γεμίζει την κοιλιά μας με τον λιπώδη ιστό που τόσο απεχθανόμαστε. Είναι ευκολότερο να βάφουμε τα όντως πλούσια μαλλιά μας κάθε μήνα για να εντυπωσιάζουμε, παρά να βάλουμε φρένο στην αγάπη μας για ζάχαρη η οποία φουσκώνει την κάποτε καλλίγραμμη σιλουέτα μας.
Υπεραναπλήρωση το ονόμασε ο παππούς Φρόιντ και είναι ένας από τους αμυντικούς μηχανισμούς που κωδικοποίησε η επίσης ψυχαναλύτρια κόρη του Άννα Φρόιντ και δεν τη συναντάμε μόνο στους δικέφαλους και στα μαλλιά. Τη χρησιμοποιούμε και όταν έχουμε να κάνουμε με τα απαραίτητα, τα θεμέλια, τους πυλώνες της ζωής μας. Τα τετραγωνικά και τις βιβλιοθήκες, τη δουλειά και την αγάπη.
Αντί λοιπόν να φιλοσοφήσουμε, να αποτιμήσουμε τα αποτελέσματα των ενεργειών μας πάνω στον τομέα που μας ενδιαφέρει, θέλουμε να βελτιωθούμε (και ίσως υπολειπόμαστε), συνεχίζουμε να κοιτάμε προς την αντίθετη κατεύθυνση επιδεικτικά αγνοώντας το ζητούμενο. Έτσι μαζεύουμε πτυχία ενώ μας λείπουν γνώσεις, συλλέγουμε φωτογραφίες ενώ μας λείπουν εμπειρίες, χτίζουμε μεγαλύτερα σπίτια, ενώ μας λείπει η ζεστασιά, αγοράζουμε πράγματα ενώ μας λείπουν οι φίλοι, ζούμε μόνοι σε σπίτια με πολλές τουαλέτες, χτίζουμε δωμάτια φιλοξενουμένων που δε κοιμίζουν κανένα, οδηγούμε αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες των πολλών αλόγων μέχρι τις πλατείες, φοράμε πανάκριβα ρολόγια των χιλιάδων ευρώ με ακρίβεια χιλιοστού δευτερολέπτου και χρονομέτρες ακριβείας ενώ αράζουμε στις καφετέριες για γεμάτα τρίωρα (και βάλε). Σκεπάζουμε την χοντροκοιλιά μας με το επώνυμο σηματάκι του πουκάμισου ελπίζοντας ότι το μάτι του συνομιλητή θα πέσει εκεί κι όχι στην προχωρημένη «εγκυμοσύνη» μας, παραχώνουμε την άγνοιά μας στην πολυλογία παραγνωρίζοντας την αλήθεια της κριτικής μαντινάδας «τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι», διαβάζουμε διαγώνια (στα πεταχτά) κείμενα στο διαδίκτυο ενώ στολίζουμε τις βιβλιοθήκες μας με αδιάβαστα βιβλία. Κραυγάζουμε για να μην ακουστεί η αδυναμία των επιχειρημάτων μας, επιτιθέμαστε γιατί δεν έχουμε κάτι αξιόλογο να προστατέψουμε με την άμυνά μας. Ζητάμε συγνώμη, τις πιο πολλές φορές έμμεσα κι όταν το κάνουμε προσθέτουμε κι ένα «αλλά», ένα «όμως», αδυνατώντας να καταλάβουμε ότι η αλήθεια κρύβεται σχεδόν πάντα στις δευτερεύουσες προτάσεις. «Συγνώμη που σε πρόσβαλλα χυδαία, αλλά με βγάζεις από τα ρούχα μου!», λέμε συχνά. Με υποκρισία χαρίζουμε την ευθύνη των πράξεών μας μόνο όταν αυτό μας συμφέρει. Υπερ-τρέφουμε το ένα μας «πόδι» (προτέρημα, χαρακτηριστικό) καταδικάζοντας το άλλο σε ασιτία παραβλέποντας ότι τούτο χαλά την ισορροπία και μας μεταμορφώνει σε αναπήρους, δυσχεραίνοντας το περπάτημά μας στη ζωή.
Κάνουμε την ανάγκη φιλοτιμία και θεωρούμε τάχα πως αυτό το δύσκολο που πράγματι μας ολοκληρώνει δεν είναι καθόλου αναγκαίο, μια καθαρή πολυτέλεια είναι μονάχα. Μόνο και μόνο επειδή για να το αποκτήσουμε πρέπει να ιδρώσουμε, να κατέβουμε τα σκαλιά της ψωρο-υπερηφάνειας μας, να ταπεινωθούμε. Μια ολική άρνηση, μια καθολική αποστροφή στην αλήθεια.
Δε μένουμε, τελικά, μόνο έξω από τα πενήντα τετραγωνικά με τη βιβλιοθήκη, και μόνο μακριά από τη δουλειά και την αγάπη. Μένουμε σε απόσταση από την αλήθεια, από την ουσία. Αν η κάλυψη των βασικών βιολογικών αναγκών μας (ένα μικρό διαμέρισμα, μια εργασία) και η εκπλήρωση των πνευματικών, συναισθηματικών προσδοκιών μας (μια βιβλιοθήκη, μια αγάπη) είναι και ήταν πάντα το επιτακτικό ερώτημα εμείς, παρόλα αυτά, το αφήνουμε αναπάντητο. Ξεκρέμαστο. Χάσκον. Σωρεύουμε αντί κατάλληλης απόκρισης σ’ αυτό άσχετες απαντήσεις (όπως μαζεύουμε αφόρετα μπλουζάκια στις ντουλάπες ενώ η γύμνια έπαψε να είναι ζήτημα εδώ και αιώνες), μηρυκάζουμε κλισέ ή ξεσηκωμένα τσιτάτα από λυσάρια. Τίποτε πρωτότυπο, τίποτε δικό μας, τίποτε ολόκληρο. Θεωρία κλεμμένη, πράξη δανεική, ζωή ξένη, πέρασμα μισό! Σκίζουμε τους αφορισμούς των μεγάλων αντρών σα φτηνές χαρτοπετσέτες και τις πετάμε σε πίτσες σκυλάδικων με τσαλαπατημένα λουλούδια που κι ο Ελύτης κι ο Φρόιντ θα μετάνιωναν που τις ξεστόμισαν. Άκου πενήντα τετραγωνικά στον νεοέλληνα…..
Από τον Δημήτρη Παπαχατζόπουλο