* Του Κώστα Λάνταβου
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «ΘΡΑΚΑ» το δεύτερο βιβλίο του νέου ποιητή Θάνου Γώγου.
Ο Θ. Γ. εμφανίστηκε το 2013 με την ποιητική συλλογή «Μεταιχμιακή Χαρά» και έκανε εξαιρετική εντύπωση για την τολμηρή γραφή του, για την προσπάθειά του για προσωπικό ύφος – δύσκολη υπόθεση για πρωτοεμφανιζόμενο ποιητή – και την πλούσια θεματική του.
Τώρα ο Θάνος Γώγος επανεμφανίζεται μ’ ένα φιλόδοξο και δυσχερές εγχείρημα: με μια ποιητική σύνθεση ικανής έκτασης, που άλλοτε έχει τη μορφή ποιητικής πρόζας κι άλλοτε τη μορφή της κλασικής ποιητικής φόρμας. Η ποιητική σύνθεση είναι δύσκολη υπόθεση, γιατί πρωτίστως χρειάζεται τη διάρκεια της ποιητικής έμπνευσης και στη συνέχεια εσωτερική υφολογική συνοχή και συνέπεια στην «αφήγηση» του θέματος. Γιατί συχνά – όσο περίεργο κι αν ακούγεται – ακόμα και στην ποίηση - υπάρχει μια «ιστορία, ένας σύντομος μύθος» που πρέπει ή θέλει ο ποιητής να ειπωθεί.
Η «Γλασκώβη» αρχίζει με τη μορφή επιστολογραφίας – να ο μύθος. Μια νέα κοπέλα βρίσκεται στη Γλασκώβη – άγνωστο γιατί, και δεν έχει σημασία…είναι απλώς μια πόλη σε ξένη χώρα, μια πόλη που θα μπορούσε να είναι ένας τόπος συνάντησης, κάπου οι άνθρωποι συναντώνται και κάπου χωρίζουν.Τι σημαίνει η Γλασκώβη; Προσδοκία; Αναμονή για το ανέλπιστο; Πρόφαση φυγής; Από ποιόν κι από πού; Από τον άλλον ή απ’ τον επώδυνο εαυτό μας που «είναι αλλεργικός στην τρυφερότητα;» Τι ακόμα συμβολίζει η Γλασκώβη; Τον διεσταλμένο χρόνο που η απόσταση συστέλλει και τον μετατρέπει σε ανυπέρβλητο ανάχωμα συνάντησης; Αφού «ο αμμόκοκκος γίνεται χαλίκι, το χαλίκι πέτρα και τέλος η πέτρα φαντάζει βράχος»!
«Η Γλασκώβη είναι μια υπέροχη πόλη που εύκολα θα επιλέξει κάποιος για προορισμό».
Ο ποιητής επανέρχεται στο γνωστό μοτίβο της «πόλης», που κατά Καβάφη άλλοτε μας σημαδεύει ανεξίτηλα κι οριστικά έτσι ώστε «η πόλις πάντα θα μας ακολουθεί» (είτε λέγεται Γλασκώβη, είτε Σόφια), κι άλλοτε επιλέγεται ως προορισμός…Εδώ ο Θάνος Γώγος την χρησιμοποιεί ως αφετηρία, ως έναυσμα για την περιπέτεια της ζωής, ως επιστροφή της μνήμης ώστε η περιπλάνηση στο χάος της ψυχής να μην περάσει στα σκοτάδια της λήθης.
Κι από τη δεύτερη απαντητική επιστολή αρχίζει (η πρώτη, της υποτιθέμενης ερωμένης, είναι η εισαγωγή στο θέμα) το (δήθεν) άναρχο, ενίοτε βίαιο, ανελέητο, ξεγύμνωμα του εαυτού και της ψυχής, «με αλήθειες-ξυράφια», αλλά πάντοτε «η έκφραση θα συνοδεύεται από ποιότητα»! Ο ποιητής – με την τόλμη και την απελπισία που ανάγεται στον Ρεμπώ – δηλώνει με φωτεινή διαύγεια και την ευγένεια του ποιητή «θα σας ξεγυμνώσω χωρίς να σας αγγίζω», με αναίμακτη επέμβαση δηλαδή!!! Νομίζω πως είναι ο στίχος-κλειδί για την κατανόηση των προθέσεων και του επιδιωκόμενου στόχου που θέτει ο ποιητής. Σε πρώτη ανάγνωση η θεματική της ποιητικής σύνθεσης αναφέρεται στην αιώνια διαπάλη αρσενικού-θηλυκού, στην ουσία της όμως είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, το δυσκολότερο κομμάτι της επίγειας διαδρομής μας. Και όχι αποκλειστικά οι ερωτικές σχέσεις (αναμφίβολα σε πρωταγωνιστικό ρόλο) , αλλά οι σχέσεις ως ανάγκη και προσπάθεια επικοινωνίας, ως ανάγκη κάλυψης του μέσα μας Κενού. Το διατυπώνει ανενδοίαστα και με γενναιότητα ο ποιητής:
Πριν συνάψω σχέσεις μαζί σας, περιφερόμουν άσκοπα
ψάχνοντας να βρω ένα ενδιαφέρον, μια ασχολία,
να σταματήσουν να με κυνηγούν οι άδειες μέρες.
Οι άδειες μέρες λοιπόν, ιδού το βασικό κίνητρο στο επίμονο κυνήγι για τη σύναψη σχέσεων.
«Θα ζήσουμε έρωτες περιπέτειες δράματα και όλες τις συγκινήσεις», κι αν όλα αυτά στην οικονομία της Δημιουργίας φαντάζουν εφήμερη πλάνη, ο ποιητής (δημιουργός) δηλώνει εν πλήρει επιγνώσει: «θα είμαι ο δημιουργός κάθε μας πλάνης». Εδώ ο Θάνος Γώγος θέτει ένα άλλο ερώτημα που ο Σεφέρης έθεσε με το δικό του τρόπο: «τί είναι ζωή, τί μη-ζωή και τι τ’ ανάμεσό τους;» Ο Θ. Γ. δεν θέτει απλώς το ερώτημα «τί είναι ζωή», αλλά το υπονοεί μόνον και δίνει την προσωπική του απάντηση(και πιστεύω;), πως η ζωή είναι πλάνη, πως ίσως όλα όσα ζούμε και μας συμβαίνουν να είναι μια ατομοκεντρική ψευδαίσθηση, γεγονός που εξηγεί το πόσο διαφορετικά και μοναδικά ζει ο καθένας μας ό,τι μας δίδεται απ’ τον συνάνθρωπο ή τη Φύση. Κι ποιητής – με μοναδικό εξοπλισμό του τις λέξεις –λέει τα λιγοστά του λόγια πρίν η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά (πάλι Σεφέρης). Και ως καλλιτέχνης οφείλει να μεριμνά για το κάλλος στην έκφραση. «Η έκφραση θα συνοδεύεται από ποιότητα», γράφει ο Θάνος Γώγος. Ο ποιητής ήδη με την πρώτη του συλλογή ξεκίνησε το ωραίο συνάμα και επικίνδυνο ταξίδι του στην πολιτεία των ιδεών, αλλά έχει γνώση κινδύνου, υποψιάζεται και περιμένει «κι αυτό που δεν του αναλογεί να υποστεί», κινείται στο φως, δεν κρύβεται:
Η περιπλάνηση ξεκίνησε.
Κινούμαι στην επιφάνεια.
Οι πρώτες απάτες αποκαλύπτονται.
Σε τί όμως ελπίζει ο ποιητής; Σε τι μπορεί ή του επιτρέπει η ζωή να ελπίζει και να πιστεύει;
Υπάρχει κάτι που τον διασώζει, ή η μόνη σωτηρία-ελευθερία του είναι η πίστη στο τίποτα;
Και υποπτεύομαι-υποθέτω ότι ο ποιητής δεν υπονοεί το μηδέν ο μηδενισμός σε κανένα σημείο της συλλογής του δεν εμφιλοχωρεί ως πιθανό ενδεχόμενο, ως ενδόμυχη πιθανότητα. Αντιθέτως, παρά τις επί μέρους αμφιβολίες, υποχωρήσεις και ενστάσεις,
πήρξαμε κι εμείς αριθμοί
Και πράξεις σύνθετες
Μα αφαιρεθήκαμε ξανά και ξανά
Δεν άργησε η μέρα που μείναμε χωρίς πρόσημο.
Εντούτοις καταφέρνει να μας διαβεβαιώσει «οφείλω να σας παρουσιάσω μια όαση που ανακάλυψα». Ο ποιητής, διερμηνευτής μιας αόρατης ή έστω δυσδιάκριτης πραγματικότητας, ξεκινώντας από τη βυθοσκόπηση του εαυτού του («η αναζήτηση πρώτα ξεκινά απ’ τον εαυτό μας»), αναζητά
Την απόχρωση κάθε χρώματος
Την πτυχή κάθε πιθανότητας
Και συνεχίζει το ταξίδι αυτογνωσίας, ομολογώντας τις προσωπικές του θυσίες, αλλά και αναφερόμενος σε άλλους πρόθυμους ή απρόθυμους να συνομολογήσουν τη δική του περιπέτεια και αναζήτηση:
Υπέβαλα να τραγουδήσουν τ’ ανείπωτα βασανισμένες ψυχές
Αλλά επειδή τίποτα δεν χαρίζεται, κάθε μας αίτημα έχει και τ ‘ανάλογο τίμημα,
Πλήρωσα για το προνόμιο
Με θυσίασα στη γνώση
……………………………………
Κάθε πράξη μια τρέλα
κάθε στιγμή ένα γιατί
κάθε γιατί μια σιωπή ερεθιστική
Ανοίγω μια παρένθεση: πολύς λόγος γίνεται συχνά-πυκνά για το «τι είναι εντέλει ένα έργο τέχνης;» Οφείλεται σε μια εκροή αισθημάτων, συναισθημάτων και γεγονότων που ο δημιουργός έζησε, μια βιωματική δηλαδή εκτόνωση, ή είναι προϊόν αμιγώς της φαντασίας την οποία κινητοποιεί η έμπνευση, ο οίστρος (η αλογόμυγα των αρχαίων Ελλήνων) που δεν λέει να βρει ησυχία και ερεθίζει τη σκέψη του εκάστοτε δημιουργού; Πολλοί διατείνονται πως συμβαίνει το πρώτο, άλλοι πιστεύουν το δεύτερο. Και άλλοι τρίτοι πως το έργο τέχνης είναι και βιωματικό και δημιούργημα της φαντασίας. Συντάσσομαι με τους τελευταίους γιατί θεωρώ πως όση φαντασία κι αν διαθέτει κανείς, οι όποιες φαντασιακές συλλήψεις του δεν μπορεί να μην φιλτράρονται από τα βιώματα του καλλιτέχνη, δεν γίνεται να μην εμποτίζονται
από το νέκταρ της εγκόσμιας εμπειρίας, δεν μπορεί να μην αποπνέουν το άρωμα της ζωής του δημιουργού. Κλείνω την παρένθεση.
Και για να έλθω στο «δια ταύτα». Η «Γλασκώβη» του Θάνου Γώγου αποτελεί το απόσταγμα μιας έντονης βιωματικής καταστάσεως του ποιητή (η μανία χρειάζεται εκτόνωση ,γράφει ο ίδιος) , ο οποίος με «λογική βασανισμένη», αλλά – και κυρίως – με τη στόφα του γνήσιου ποιητή συνθέτει την ποιητική του ελεγεία με πρωταρχική του έγνοια η έκφραση να συνοδεύεται από ποιότητα, να πλάθει ιστορίες και να πετά ανθρώπους μέσα σ’ αυτές. Μην σας ξεγελά η λέξη πετά, είναι μια λυρική υπερβολή. Η «Γλασκώβη» είναι μια συγκλονιστική (απ’ το ρήμα συγκλονίζω που σημαίνει: προκαλώ ταραχή, σοκάρω) κατάθεση μιας βαθύτατα γρηγορούσας ψυχής που δεν βολεύεται μες τη μετριότητα (η μετριότητα να μείνει ξωπίσω μου), που δεν αντέχει κι άλλη φρίκη (αύριο φρίκη μες στην ψυχή μου), που περιμένει εναγωνίως (μια παρήγορη αγκαλιά μετά απ’ τα σκληρά λόγια),και που αγωνιά αν η νοσηρότητα θα ενσαρκώσει τις προσδοκίες/και θα καλέσει τα δάκρυα…
Γιατί τα δάκρυα είναι πικρά, όσο κι αν φαντάζουν λυτρωτικά, κι όπως διερωτάται (μάλλον αποφατικά) ο ποιητής:
Ποιος αγάπησε το χαμόγελο που ‘ρχεται μέσα απ’ τα δάκρυά του;
Ο Θάνος Γώγος με τη δεύτερη ετούτη ποιητική του ανάβαση, εκτός απ την αγωνιώδη του προσπάθεια να βάλει (όπως κάθε δημιουργός) μια κάποια τάξη στην αταξία του μέσα του χάους, μας παραδίδει μια ποίηση υψηλών στόχων, μοναδικών αισθητικών συγκινήσεων,
πολλών προσδοκιών και μας αφήνει τη γλυκιά παρηγορία πως ο άνθρωπος μπορεί βάσιμα να ελπίζει «στα χίλια ποτάμια της καλοσύνης» του.
* η ποιητική σύνθεση του Θάνου Γώγου «Γλασκώβη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θράκα.
* ο Κώστας Λάνταβος είναι ποιητής και ασκεί την ιατρική, ως παθολόγος, στη Λάρισα.