Από τον Θρασύβουλο Καβασίδη
Κατά την πρώτη Κυριακή των Νηστειών, την αποκαλούμενη «Κυριακή της Ορθοδοξίας», θεολόγοι και θεολογούντες, συνήθως, αφιερώνουν κείμενα σ’ αυτήν, αποφεύγοντες σκοπίμως ν’ αναφερθούν στα αίτια που προκάλεσαν την Εικονομαχία. Συγκεκριμένα αποφεύγουν ν’ αναφερθούν: α) στους λόγους που ανάγκασαν τον Λέοντα Γ΄ Ίσαυρο, (680 – 741), που μόλις εκλέχθηκε αυτοκράτορας (717 μΧ.), «ως ικανός στρατηγός αλλά και πολιτικός – διπλωμάτης και οργανωτής», να προβεί σε μέτρα που αποσκοπούσαν στην αναδιοργάνωση της αυτοκρατορίας («Βυζάντιο»), η οποία βρισκόταν σε αποσύνθεση, λόγω εξωτερικών και εσωτερικών απειλών και β) τί επακολούθησε της αναστύλωσης των εικόνων, που αποφάσισε η αυτοκράτειρα Θεοδώρα με την πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο (843).
Προκειμένου ο αναγνώστης να έχει μια σφαιρική εικόνα του ιστορικού περιβάλλοντος έκρηξης της εικονομαχίας, παρατίθενται τα ακόλουθα: Ο Αραβικός στόλος βρισκόταν ante portas της πρωτεύουσας, τον οποίο απέκρουσε ο Λέων με τη βοήθεια της Βουλγαρίας – η οποία κατέσφαξε 22 χιλιάδες περίπου Άραβες, ενώ ο λοιμός που ενέσκηψε στο στρατόπεδο των Αράβων το αποδεκάτισε.
Στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας ο Λέων ετοίμασε ένα γενικό σύστημα κοινωνικοοικονομικής και εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης, οι σκοποί της οποίας ήταν ευρύτεροι και απέβλεπαν α) στην αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου, β) στον περιορισμό της κατάχρησης γύρω από τη λατρεία των εικόνων, γ) στον περιορισμό της χρήσης των αγίων λειψάνων, δ) στην ελάττωση του αριθμού των μοναστηρίων, ε) στην αφαίρεση της δημόσιας εκπαίδευσης από τους μοναχούς, στ) στην κατάργηση της δουλοπαροικίας και ζ) στη βοήθεια διάπλασης νέας κοινωνίας με νέες ιδέες και δυνάμεις.
Αρχικά ο Λέων βάλθηκε με αποφασιστικότητα να εξοντώσει τον καλογερισμό, που είχε καταντήσει, πληγή αγιάτρευτη. Οι καλόγεροι όχι μόνο παραπλανούσαν τις φτωχές λαϊκές και αγροτικές μάζες και τις φορολογούσαν με τις λογής – λογής αγυρτείες τους, αλλά έπαιρναν και τα κτήματα των φτωχών και τους τραβούσαν στα μοναστήρια (Κορδάτος, σελ. 180 επ.)
Να σημειωθεί ότι κατά τον Η΄ αιώνα υπήρχαν εκατό χιλιάδες καλόγεροι στο Βυζάντιο με αυξητική τάση συνεχώς!
Πριν τα μέτρα που έλαβε ο Λέων κατά του εξαχρειωμένου καλογερισμού, θέλησε να χτυπήσει γενικά την ειδωλολατρεία, η οποία εκδηλώνονταν με την προσκύνηση των εικόνων. Εδώ, υπάρχει η άποψη ότι η εικονομαχία αποσκοπούσε στην άρση του μεγάλου εμποδίου που παρεμβαλλόταν μεταξύ του Βυζαντίου από τη μία και των Ιουδαίων και των ισλαμιστών από την άλλη, οι οποίοι δεν αποδέχονταν τις εικόνες, συμμορφούμενοι προς την εντολή της Π. Διαθήκης περί ανεικονικού Θεού.
Το επιχείρημα των εικονολατρών ήταν: «με την ενανθρώπιση του Κυρίου η ύλη καθαγιάσθηκε και έγινε άξια να αποδοθεί σε αυτή η μορφή του Χριστού» και κατ’ επέκταση και των αγίων!
[Παρέκβαση: 1. Για τον εξαχρειωμένο καλογερισμό και το πως μεταχειρίζονταν τις εικόνες, έχουμε επικαλεσθεί, σε άλλο κείμενό μας, την άποψη του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, καθηγητή και ακαδημαϊκού, Χρυσόστομου Παπαδόπουλου στο περιοδικό «Θεολογία», τ. 8ο σελ. 8-10. 2. Η διαμάχη για τις εικόνες κράτησε 127 χρόνια (717 – 843), με διωγμούς, εξορίες, φυλακίσεις, δολοφονίες, συνωμοσίες και κινήματα. 3. Την αναστύλωση των εικόνων ακολούθησε ο απηνής διωγμός όλων των εικονοκλαστών, ιδιαίτερα δε η εξόντωση 100.000 «Παυλικιανών», όπως αναφέρουμε στο «περί μύθων» κείμενό μας («Ε» της 5ης Φεβρουαρίου 2015)].
Ειδικά για τη λατρεία των εικόνων ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει (σελ. 34 επ): «αι των αγίων εικόνες ετιμήθησαν πολλάκις ως θαυματουργοί, οι (δε) άνθρωποι ησπάζοντο αυτάς, (…) εξ ου οι Ιουδαίοι και οι μωαμεθανοί κατήντησαν να ονομάζωσι τους χριστιανούς ειδωλολάτρας (…). Οι δε πολυάριθμοι εκείνοι της λατρείας τύποι δεν συνεπήγαγον μόνον την αργίαν και τα ποικίλα και ολέθρια αυτής επακολουθήματα, αλλά κατέπνιξαν προσέτι το πνεύμα της αρχικής του Ιησού διδασκαλίας». Και προσθέτει: «Αλλά το μέγα δεινόν ενέκειτο εις τα κοινώς λεγόμενα μοναστήρια, διότι μυριάδες νέων συνέρρεον κατ’ έτος εις τα ενδιαιτήματα ταύτα της απραγμοσύνης και ενίοτε της ακολασίας, οι πλείστοι ουχί υπό ζέσεως θρησκευτικού αισθήματος ή άλλης ανάγκης φερόμενοι αλλ’ ελαυνόμενοι υπό της εις αργίαν και τρυφήν ροπής. Εντεύθεν η στρατιωτική υπηρεσία, η γεωργία, η βιομηχανία, εστερούντο των χρησιμωτέρων και ρωμαλεωτέρων βραχιόνων. Πλην τούτου δε επειδή τα αφιερωμένα εις τα μοναστήρια κτήματα έμενον ως επί το πολύ αφορολόγητα, τα δε κτήματα ταύτα ήσαν πολλά και μεγάλα, η πολιτεία εστερείτο αξιολόγου μέρους των πόρων της».
Κατά τον Durant (σελ. 619) «Άνδρες και γυναίκες των ανωτέρων τάξεων που ετρόμαζαν από τα προβλήματα του θανάτου, επιζητούσαν να γίνουν δεκτοί εις τα μοναστήρια προσφέροντας εις αυτά την περιουσία τους, η οποία από τότε απηλλάσσετο της φορολογίας (…) Μερικά μοναστήρια ισχυρίζοντο ότι κατείχαν λείψανα αγίων και ο λαός επίστευε ότι οι μοναχοί αντλούσαν θαυματουργόν δύναμιν από τα λείψανα αυτά και δια τούτο κατέθεταν τα χρήματα τους εκεί…»
Τις μεταρρυθμίσεις που επεδίωκε ο Λέων και οι λοιποί Ίσαυροι «επεζήτουν και ησπάζοντο προ καιρού αι λογιώτεραι, αι νοημονέστεραι, αι πρακτικώτεραι της κοινωνίας τάξεις και προς τοις άλλοις οι πλείστοι ανώτεροι του κλήρου λειτουργοί» (Παπαρρηγόπουλος, σελ. 41).
Κατά των εικονομάχων συμπορεύθηκε, για δικούς της λόγους και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία δεν περιορίζονταν μόνο στο θέμα τούτο. Επιθυμούσε, αφού βρήκε την ευκαιρία, να επέμβει αποτελεσματικά στα εσωτερικά του Βυζαντίου, πράγμα που δεν το κατάφερε γιατί «οι Ίσαυροι κρατούσαν καλά τα ηνία της εξουσίας και δεν τρομοκρατήθηκαν από τις παπικές ενέργειες» (Κορδάτος, σελ. 187).
Μελετώντας κάποιος την περίοδο της εικονομαχίας και αντιπαραβάλλοντάς την με την σημερινή εποχή (μετά από δώδεκα αιώνες) διαπιστώνει, δυστυχώς, να υπάρχουν πάρα πολλές ομοιότητες, παρά το ότι ζούμε στην κοινωνία της πληροφόρησης! Ακόμη και σήμερα π.χ. οι εικόνες θεωρούνται θαυματουργές, αλλά και… δακρύζουν!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
* Κορδάτος Γ. «Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου», εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1974
* Durant W. «Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού», εκδόσεις «Αφοί Συρόπουλοι ΟΕ», μετ. Ιεων. Κάβουρα, τόμος Δ΄, Αθήνα 1969
* Παπαρρηγόπουλος Κ. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», εκδόσεις Δ.Ο.Λ., τόμος 11, Βιβλίο 10, Α΄ μέρος.