Ο τρομοκράτης έφθασε στο κλαμπ Reina στην ακτή του Βοσπόρου στη 01.15 πμ (τοπική ώρα) με ταξί, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες.
Έβγαλε μία τσάντα από το πορτ-μπαγκάζ, πήρε από την τσάντα ένα αυτόματο όπλο, πυροβόλησε τους αστυνομικούς που βρίσκονταν μπροστά από το νυχτερινό κέντρο καθώς διέσχιζε τον δρόμο και στη συνέχεια εισέβαλε στο κέντρο πυροβολώντας αδιακρίτως εναντίον των περίπου 800 ανθρώπων (περιλαμβανομένων των υπαλλήλων) που γιόρταζαν την έλευση του νέου χρόνου.
Στη συνέχεια έβγαλε το πανωφόρι του και το καπέλο του και εξαφανίστηκε με άλλα ρούχα. Ειδικοί σε θέματα ασφαλείας μιλώντας στην τουρκική τηλεόραση δήλωσαν ότι ο δράστης συμπεριφέρθηκε με έναν "επαγγελματικό" τρόπο, πυροβολώντας "εν ψυχρώ σαν να ήταν εκπαιδευμένος" και προφανώς είχε προηγουμένως κάνει έρευνα στον τόπο της επίθεσης για να συλλέξει πληροφορίες.
Μέχρι το μεσημέρι της 1ης Ιανουαρίου κανένας δεν είχε αναλάβει την ευθύνη. Αλλά πηγές στην Άγκυρα υποστηρίζουν ότι η έρευνα έχει επικεντρωθεί στο Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIL) ή DEASH--από τα αρχικά του στα αραβικά-- (Σ.τ.Μ το ονομαζόμενο σήμερα Ισλαμικό Κράτος), το οποίο έχει πραγματοποιήσει πολλές τρομοκρατικές επιθέσεις εκτός από επιθέσεις αυτοκτονίες, όπως το πρόσφατο παράδειγμα του Βερολίνου στη Γερμανία.
Ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι ο τουρκικός λαός θα πρέπει να διατηρήσει την ψυχραιμία και την ενότητά του, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο ότι δεν θα επιτρέψει να "παίξουν βρώμικα παιχνίδια" μαζί του. Ο Ερντογάν είπε ακόμη ότι τέτοιες επιθέσεις δεν είναι "ανεξάρτητες από τις εξελίξεις στην περιοχή" εννοώντας τη Μέση Ανατολή και κυρίως τη Συρία και το Ιράκ.
Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις στην Τουρκία, είτε από το ISIL, είτε από το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), αυξάνονται όσο ο τουρκικός στρατός επιχειρεί στη Συρία ασκώντας πίεση και στις δύο (οργανώσεις). Στην περίπτωση του ISIL, η πίεση αυτή ασκείται με την συναίνεση τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ρωσίας. Μόλις μερικές ώρες πριν από την επίθεση στις 31 Δεκεμβρίου -παρότι αυτό δεν σημαίνει ότι συνδέονται- το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε το ψήφισμα για την εκεχειρία στη Συρία, η οποία είχε τεθεί σε ισχύ από τα μεσάνυχτα της 30ης Δεκεμβρίου με εγγυήτριες τη Ρωσία και την Τουρκία.
Η εκεχειρία αυτή φέρεται ότι τηρείται σε γενικές γραμμές με λιγοστές και σποραδικές παραβιάσεις. Η Τουρκία έχει αλλάξει σταδιακά την πολιτική της στη Συρία τον τελευταίο χρόνο προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης συνεργασίας με τη διεθνή κοινότητα και οι ένοπλες οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στη Συρία ενδεχομένως να αντιδρούν αφυπνίζοντας τους ανενεργούς μαχητές τους οποίους είχαν στρατολογήσει στην Τουρκία τότε που μπορούσαν να κινηθούν πιο ελεύθερα μέσα στη χώρα (προτού αλλάξει η πολιτική της Άγκυρας για τη Συρία).
Πολλές κυβερνήσεις τόσο σε ανατολικές όσο και σε δυτικές χώρες, καθώς και διεθνείς οργανισμοί, αντέδρασαν γρήγορα συντασσόμενες με την Τουρκία μετά την τελευταία τρομοκρατική επίθεση (τέσσερις καταδίκες μόνο από τις ΗΠΑ, περιλαμβανομένης μίας του Μπαράκ Ομπάμα).
Η τουρκική κυβέρνηση επομένως δεν έχει διατυπώσει κατηγορίες εναντίον της Δύσης ότι αντιμετωπίζει με αδιαφορία τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο έδαφός της επειδή επιθυμεί μία πιο ανίσχυρη Τουρκία.
Υπάρχουν δύο ακόμη διαστάσεις όσον αφορά την επίθεση της Πρωτοχρονιάς.
Η πρώτη συνδέεται με την ίδια την επίθεση και τις πιθανές παραλείψεις σε θέματα των υπηρεσιών πληροφοριών. Πρόσφατα υπήρξε μία σειρά από προειδοποιήσεις που είχαν σταλεί σε περιφερειακούς κυβερνήτες ότι αναμένονταν μεγάλες τρομοκρατικές επιθέσεις σε μεγάλες πόλεις, ειδικά στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα, που θα επικεντρώνονταν σε χώρους όπου συγκεντρώνεται πολύς κόσμος, όπως εμπορικά κέντρα, εστιατόρια και νυχτερινά κέντρα και όπου συχνάζουν ξένοι υπήκοοι και τουρίστες.
Αν υπήρξε αποτυχία, το θέμα των προληπτικών μέτρων ασφαλείας θα πρέπει να τεθεί επί τάπητος. Για πολλά χρόνια, οι τουρκικές δικαστικές αρχές και οι αρχές ασφαλείας ήταν ουσιαστικά συνεργάτες του Φετουλάχ Γκιουλέν, του ισλαμιστή ιμάμη που ζει στις ΗΠΑ, ο οποίος συνεργαζόταν στενά στο παρλεθόν με τις κυβερνήσεις του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ).
Σήμερα ο Γκιουλέν και το δίκτυό του κατηγορούνται ότι βρίσκονται πίσω από την αποτραπείσα απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου και οι υποστηρικτές του απομακρύνονται κατά χιλιάδες από τον κρατικό μηχανισμό. Αυτό έχει προκαλέσει ερωτήματα για το πως καλύπτεται το κενό.
Κάποιοι από εκείνους που αντικαθιστούν τους γκιουλενιστές που απομακρύνθηκαν είναι πρωτάρηδες (ο αστυνομικός που δολοφονήθηκε μπροστά από το νυχτερινό κέντρο ήταν 21 έτους, που ήταν μόλις δέκα μήνες στο Σώμα), "εν υπνώσει" κρυμμένοι μαχητές (όπως θεωρείται ότι ήταν ο αστυνομικός που δολοφόνησε τον ρώσο πρεσβευτή στην Άγκυρα, στις 19 Δεκεμβρίου) ή τα εναπομείναντα μέλη του διαβόητου "βαθέος κράτους", προτού αυτό παραδοθεί στους γκιουλενιστές επί διακυβέρνησης του ΑΚΡ.
Επομένως ενδέχεται να υπάρχουν σοβαρά προβλήματα συντονισμού εντός της αστυνομικής δύναμης καθώς και εντός του δικαστικού συστήματος.
Ένα άλλο ερώτημα αφορά την πολιτική ατμόσφαιρα στην Τουρκία, η οποία γίνεται όλο και πιο δηλητηριώδης καθημερινά με αυξανόμενο εθνικισμό και θρησκευτικό σοβινισμό.
Ο Μεχμέτ Γκορμέζ, ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων, έσπευσε να κάνει δήλωση μετά την επίθεση λέγοντας ότι δεν υπάρχει "καμία διαφορά" ανάμεσα στις τρομοκρατικές επιθέσεις με στόχο χώρους λατρείας και στις επιθέσεις που έχουν στόχο χώρους διασκέδασης και ότι θα έπρεπε να είναι αμφότερες εξίσου καταδικαστέες. Αυτή η δήλωση ακολούθησε τα εγκωμιαστικά σχόλια μετά την επίθεση από ορισμένους χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που θεωρούν ότι ο εορτασμός του Νέου Έτους είναι αντι-ισλαμικός και κατακριτέος.
Η δήλωση του Γκορμέζ χαιρετίστηκε. Αλλά δύο ημέρες νωρίτερα, το κήρυγμα της Παρασκευής που προετοίμασε το Diyanet του Γκορμέζ (Σ.τ.Μ δηλαδή η Κρατική Διεύθυνση Θρησκευτικών Θεμάτων), το οποίο αναγνώστηκε σε περισσότερα από 80.000 τεμένη ανά την Τουρκία ασκούσε σκληρή κριτική εις βάρος των πρωτοχρονιάτικων εορτασμών χαρακτηρίζοντάς τους παράνομους και λέγοντας ότι δεν έχουν καμία θέση στο Ισλάμ ή στις πολιτιστικές παραδόσεις της Τουρκίας.
Μόλις πριν από μερικές μέρες, μέλη μίας υπερεθνικιστικής οργάνωσης έγιναν πρωτοσέλιδο με μία θεατρική αναπαράστασή τους σε δρόμο της δυτικής επαρχίας του Αϊδίνιου (Αϊντίν) στην οποία ένας ένοπλος έβαζε όπλο στο μέτωπο ενός άλλου ενόπλου ντυμένου με κοστούμι Άγιου Βασίλη. Σε αντίθεση με τις υποθέσεις όπου συχνά τα επικριτικά μέσα ενημέρωσης στην Τουρκία έμπαιναν στο στόχαστρο, η αστυνομία και τα δικαστήρια δεν έλαβαν κανένα μέτρο εναντίον τους για το ότι "εξήραν το έγκλημα" ή "προκάλεσαν το μίσος μεταξύ των ανθρώπων".
* Του Μουράτ Γετκίν