Αποστολή, γι’ αυτό, των ανθρώπων και μάλιστα δύσκολη είναι να αποκτήσουμε την ικανότητα να διακρίνουμε το αγαθό απ’ το κακό και να προκρίνουμε στις πράξεις μας κάθε τι, που προάγει το πρώτο απ’ αυτά, προκειμένου να το βιώνουμε και να το απολαμβάνουμε συνειδητά και να εξοβελίζουμε και να παραβλέπουμε το κακό, που κάνει μαύρη και δύσκολη τη ζωή μας σε σχέση είτε με τον εαυτό μας είτε με τους άλλους.
Στην προσπάθειά μας αυτή αντιμετωπίζουμε δύο σημαντικές δυσκολίες. Πρώτα – πρώτα τη σχετικότητα των εννοιών και του τί είναι, πραγματικά, καλό και τί κακό, μια που είναι τόσο αντιφατικά τα πράγματα και τόσο διαφορετικές οι οπτικές μας στην υλιστική καθημερινή μας ζωή, ώστε πολλές φορές, κάτι, που υποκειμενικά θεωρείται καλό για ορισμένους ανθρώπους, να είναι κακό για κάποιους άλλους. Αυτό δεν αποκλείει, βέβαια, την ύπαρξη του αντικειμενικά καλού, κάνει, όμως, δύσκολο τον εντοπισμό του και τον ορισμό του.
Πέραν τούτου, και αυτή είναι η δεύτερη μεγάλη δυσκολία, έτσι όπως είναι συνταιριασμένα το καλό με το κακό, και επειδή ο δρόμος, που οδηγεί στο δεύτερο είναι πιο εύκολος, ενώ είναι ανηφορικός και δύσβατος αυτός της αρετής και του καλού, το κακό κάνει πιο αισθητή την παρουσία του και επισκιάζει αυτή του καλού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να είναι η ζωή μας και η ψυχή μας γεμάτη από αγαθά, αλλά να μην είμαστε σε θέση να τα δούμε και να τα εκτιμήσουμε, όταν τα έχουμε παρά μόνο, όταν τα χάνουμε.
Για του λόγου το αληθές θα αναφέρω μερικά παραδείγματα. Αλήθεια! Είναι κανείς, που διαφωνεί, ότι η υγεία αποτελεί μεγάλο αγαθό, θησαυρό, θα έλεγα, ανεκτίμητο σ’ ορισμένες περιπτώσεις, και ότι πρέπει να νιώθουμε πλούσιοι, όταν την έχουμε, αφού ξέρουμε, ότι δεν είναι δεδομένη και τί μας περιμένει, όταν τη χάσουμε; Κι όμως! Παρότι η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων είμαστε υγιείς, μόνο, όταν τη χάνουμε, αντιλαμβανόμαστε την αξία της και ξοδεύουμε τα πάντα, σ’ ορισμένες περιπτώσεις, για να την αποκτήσουμε ξανά.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την εργασία. Όταν εργαζόμαστε, μια που κάθε εργασία είναι ευλογημένη και έχει τη δική της αξία, δεν απολαμβάνουμε συνειδητά και δεν εκτιμούμε, όσο θα έπρεπε, όσα μας παρέχει, αλλά στεκόμαστε, συνήθως και προπάντων, σε δευτερευούσης σημασίας προβλήματα, που αναστατώνουν, ωστόσο, το είναι μας, θολώνουν την ατμόσφαιρα και ακυρώνουν την αξία της. Μόνο, όταν μπαίνει το όνομά μας στη λίστα της ανεργίας, αντιλαμβανόμαστε, τί είχαμε και τί χάσαμε.
Και ένα, ακόμα, παράδειγμα. Στην προ μνημονίων εποχή και σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα είχαμε οι Έλληνες πολύ μεγαλύτερες αποδοχές, φορολογούμασταν πολύ λιγότερο, είχαμε πιο πολλά εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα και οι λίστες της ανεργίας ήταν κατά πολύ μικρότερες. Όσοι με διαβάζετε, ξέρετε πολλούς Έλληνες, που να έλεγαν τότε, “ Δόξα τω Θεώ, καλά είμαστε και καλά περνάμε”, ή μήπως τυφλωμένοι απ’ την κομματική φανατίλα μας και το πάθος της πλεονεξίας και της υπερκατανάλωσης νιώθαμε φτωχοί, χωρίς να είμαστε; Αλήθεια! Ακόμη και τώρα, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ζητάμε επιστροφή στην προτεραία κατάσταση, έχουμε αντιληφθεί, τί είχαμε τότε και τί χάσαμε με την αδυναμία μας να μην εκτιμούμε κάτι καλό, όταν το έχουμε, και ν’ αντιδρούμε δεόντως;
Και για να μην παρεξηγηθώ• ανήκω στην κατηγορία όσων πιστεύουν, ότι ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, ότι το καλό κατακτιέται και δε χαρίζεται, αλλά ότι “το φυλάξασθαι τα αγαθά χαλεπώτερον του κτήσασθαι εστί” και ότι, για να κατακτήσεις και να διατηρήσεις κάτι καλό, χρειάζεται αγώνας ατομικός και συλλογικός και όχι μοιρολατρία. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι μηδενίζουμε τα πάντα, προκειμένου να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι αγωνιζόμαστε και κυνηγάμε το καλύτερο, γιατί τότε μπορεί να μπλέξουμε με περιπέτειες και καταστάσεις σαν αυτές, που βιώνουμε σήμερα.
Από τον Κώστα Γιαννούλα