Όμως ευρισκόμενος στην πλατεία Καραϊσκάκη συγκλονίζομαι ακούγοντας τις σειρήνες, ακουστικό μήνυμα γνώριμο και συχνό για όλους τους κατοίκους να τρέξουν στα καταφύγια. Στο λιμάνι του Πειραιά, τότε είχε μεταβληθεί από τους απάνθρωπους εκείνους κατακτητές σ' ένα τεράστιο συρματοπληγμένο στρατόπεδο υλικών και εφοδίων πολέμου. Το στρατόπεδο αυτό είχε μια μεγάλη είσοδο με φυλάκιο και δύο πάνοπλους Γερμανούς φρουρούς. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων, με έντονο τον φόβο και τον πανικό ζωγραφισμένο στα πρόσωπα, έτρεχαν σαν άτακτος όχλος δεξιά, αριστερά, εμπρός, πίσω για να πάει σε καταφύγιο, να σωθεί. Στην προσπάθειά μου να φύγω γρήγορα από εκεί και σκοντάφτοντας πάνω σε άλλους συμπολίτες μου βρέθηκα μπροστά στην απαγορευμένη για όλους είσοδο του στρατοπέδου. Τότε βλέπω τον ένα Γερμανό φρουρό, που μάλλον με πέρασε για δολιοφθορέα, να πετάγεται από το φυλάκιό του, να οπλίζει κατά πάνω μου έτοιμος να πατήσει τη σκανδάλη του όπλου του, κάνοντας το καθήκον του. Αστραπιαία τότε ο συνάδελφός του, δεύτερος φρουρός, ορμάει κυριολεκτικά κατά πάνω του, του κατεβάζει την κάννη του όπλου προς το οδόστρωμα και άκουσα να λέει δυνατά στον παραλίγο φονιά μου: "No, No, πίκουλο, πίκολο". Από αυτόν τον φρουρό σώθηκα και δεν προστέθηκα στον κατάλογο των εκατομμυρίων θυμάτων αυτών των εγκληματιών της ανθρωπότητος. Ουσιαστικά βέβαια ο Θεός Κύριός μου δεν επέτρεψε τον βίαιο αυτό τρόπο αιφνιδίου θανάτου μου. Είχε άλλο σχέδιο για την επί γης ζωή μου. Δόξα σοι Κύριε, δόξα σοι. Θυμάμαι και ευχαριστώ!
Νικόλαος Σισκόπουλος
Α' ΚΑΠΗ