Στο πρώτο κατάστημα που μπήκε για να ρωτήσει, κατά περίεργη σύμπτωση βρέθηκε απέναντι στον εξάδελφό του.
Τον πήρε στο σπίτι του, όπου μαζεύτηκαν και άλλοι συγγενείς. Εστρωσαν τραπέζι, μπήκε κρασί Βέρτζαμο 14°, έψησαν φρογαδέλια και άρχισε το φαγοπότι, με πολλές διακοπές για ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών.
Ρώταγε με τη σειρά που τους είχε γραμμένους σε σημείωμα που του έδωσε ο παππούς του. Το ενδιαφέρον επικεντρώνετο κυρίως στο επάγγελμα και τις αποδοχές.
Αφού έπαιρνε την πληροφορία, ρωτούσε: "How much?".
Αξιολογούσε δηλαδή τον καθέναν, όχι από το καθ' αυτό επάγγελμα αλλά από το ύψος των αποδοχών.
Τους έλεγε για την πλούσια ζωή που κάνουν, τους ουρανοξύστες, τις όμορφες πλατείες και τα πάρκα και για κάθε άλλο "όμορφο..." που ομορφαίνει και κάνει άνετη τη ζωή τους.
Τα ξαδέλφια του τον ρώτησαν εάν έχουν χρόνο να απολαμβάνουν όλα αυτά τα αγαθά που τους παρείχε η Αμερική.
- Ω ΝΟ, τίποτα από όλα αυτά. Αυτά απαιτούν χρόνο και ο χρόνος είναι χρήμα.
"Time is money".
Τέλος, τον ρώτησαν αν έχουν βατράχια να τους νανουρίζουν, με το κόασμα.
Κοκόρια για να τους ξυπνούν το πρωί και πουρνάρια για να βόσκουν οι τράγοι τους...
Διέκοψαν τη συζήτηση γιατί έπρεπε να φύγει.
Εβγαλε το πορτοφόλι με τα dollars για να πληρώσει ό,τι του αναλογούσε.
- Τίποτα, δεν σου αναλογεί, του είπαν.
Ω ΝΟ, εμείς εδώ κάνουμε αυτό που εσείς το λέτε ρεφενέ.
- Λάθος, εμείς εδώ στην Ελλαδίτσα μας το λέμε φιλοξενία.
Ε, λοιπόν, 50 χρόνια χρειάστηκαν για να δρασκελίσει τον Ατλαντικό αυτή η νοοτροπία του "How much?" που είναι αναπόσπαστο κομμάτι του "The more I have, to more I want".
Όσο πιο πολλά έχω τόσο πιο πολλά θέλω.
Εχεις λεφτά, είσαι επώνυμος, ανοίγουν όλες οι πόρτες.
Είσαι ακαδημαϊκός, ποιητής, Αρεοπαγίτης, ποιος σε είδε ποιος σε ξέρει;
Και κανένας δεν έκανε ποτέ τον κόπο να προσέξει πως τα σάβανα δεν έχουν τσέπες...
How much, λοιπόν και Αγιος ο Θεός "ός τα πανθ' ορά".
Τρομάρα μας!!
Σπύρος Χαλικιάς