Οι βλάκες ταξινομούνται σε τρείς μεγάλες ομάδες ή παραλλαγές. Η πρώτη παραλλαγή περιλαμβάνει βλάκες και ανίκανους οι οποίοι ανέρχονται επικρατούν ατομικά και καταλαμβάνουν θέσεις στις οποίες η ανεπάρκεια τους είναι τουλάχιστον ανεκτή. Άλλοτε όμως μπορεί να γίνουν ακόμη και σοβαροί παράγοντες μίας κυβέρνησης όπως συμβαίνει πολλές φορές στη χώρα μας. Για μία τέτοιου είδους άνοδο απαιτούνται ειδικά προσόντα: Πρώτον παντελής έλλειψη προσωπικότητας. Αυτή εκδηλώνεται με μόνιμη απουσία γνώμης πάνω στο οποιοδήποτε ζήτημα, καθώς επίσης και με μία ολιγόλογη ανιαρότητα, η οποία μπορεί να εκληφθεί και σαν σοβαρότητα, ενώ στην πραγματικότητα οφείλεται απλά και μόνον στην απόλυτη έλλειψη πνεύματος. Με λίγα λόγια αυτού του τύπου οι βλάκες είναι σοβαροφανείς και διακρίνονται σε δύο υποομάδες: Αυτοί που «ψωνίζουν», και αυτοί που «σνομπάρουν».
Αυτοί που «ψωνίζουν» έχουν έκδηλη στο πρόσωπο την βλακώδη πονηρία. Η ικανότητα ενός τέτοιου βλάκα συνίσταται στην ψευδαίσθησή να κρύβει με μεγάλη επιμέλεια την υποτιθέμενη εξυπνάδα του. Έτσι λοιπόν αποφεύγει να μιλάει και περιορίζεται να ακούει τα λεγόμενα των άλλων. Αποφεύγει να απαντά, για να μην εκτεθεί, και θεωρεί τον κάθε άνθρωπο εχθρό, ο οποίος καραδοκεί να του αρπάξει τη θέση την οποία κατέχει.
Αυτοί που «σνομπάρουν» αποτελούν μία πραγματική κοινωνική μάστιγα. Αυτοί, ως επί το πλείστον, μιλούν πολύ και περιπλέκουν με υπέρμετρο στόμφο πράγματα μικρά, προφανή και αυτονόητα που τα παρουσιάζουν για μεγάλα και σπουδαία.
Ο βλάκας έχει την ένστικτη καχυποψία τόσο ανεπτυγμένη, ώστε αδυνατεί να αναγνωρίσει και να εννοήσει συλλογισμούς που βασίζονται στην διάνοια. Απέναντι στη σκέψη των άλλων αισθάνεται άοπλος και ανυπεράσπιστος. Έτσι, μία μόνον άμυνα διαθέτει, όπως ακριβώς ένα άγριο ζώο ή ένας πρωτόγονος άνθρωπος: Την ένστικτη καχυποψία. Η καχυποψία και η απότοκος αυτής πονηρία λειτουργούν τελικά αντίθετα από την διάνοια και κόντρα σε αυτήν. Αναπτύσσουν δράση, δράση όμως κατά κύριον λόγο αμυντική, η οποία προϋποθέτει ένα ζώο πνευματικά αμήχανο και ενστικτωδώς πανικόβλητο. Εκτός αυτού, βλακώδεις συλλογισμοί και συμπεράσματα, έρχονται να τεθούν σε πρακτική εφαρμογή και να δραστηριοποιήσουν μεθόδους, όπως κολακεία, ψεύδος, ραδιουργία, χαφιεδισμό, χειροφιλήματα και ό,τι άλλο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, ανάλογα με την περίσταση.
Εδώ βεβαίως τίθεται ένα πάρα πολύ μεγάλο ερώτημα: Ποιά υποκατηγορία βλακών είναι η πλέον επικίνδυνη για την κοινωνία: αυτή που διαπράττει όλα όσα αναφέραμε παραπάνω ή εκείνη που θεωρεί ως ευφυείς όλους αυτούς τους επιτήδειους βλάκες; Με άλλα λόγια ποιός είναι περισσότερο βλάξ, ο κολακεύων ή ο κολακευόμενος; Ότι τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούν οι επιτήδειοι είναι ευκολότερα δεν αμφισβητείται. Ότι ο κολακευόμενος, εάν πιστέψει στην ειλικρίνεια του επιτήδειου είναι βλάξ, επίσης δεν αμφισβητείται. Είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί ότι, εάν ο κολακευόμενος είναι βλάξ, βλάξ θα είναι αναγκαστικά και αυτός ο οποίος τον κολακεύει; Κανένας ευφυής δεν έχει μέχρι τώρα κατορθώσει να πείσει έναν βλάκα και καμία συνεννόηση δεν έχει επιτευχθεί μεταξύ ετερογενών εγκεφάλων.
Κλασσική είναι η αποτυχία των ευφυών οι οποίοι κατά καιρούς αποπειράθηκαν να εισέλθουν στον κόσμο των βλακών. Και αλλοίμονο… Εάν οι βλάκες τυχαίνει κάποτε να είναι και ισχυροί εξουσιαστές υψηλών αξιωμάτων, τραγική είναι η μοίρα των αποτυχόντων ευφυών, μέχρι του σημείου να οδηγηθούν στην απελπισία και καμιά φορά και στον τερματισμό της σταδιοδρομίας τους.
Η τρίτη παραλλαγή αποτελεί μία προχωρημένη μορφή της προηγούμενης. Εδώ εντάσσονται κάποιοι βλάκες-απατεώνες, συνοδευόμενοι μάλιστα από μία ακόμη βλακώδη υποομάδα, τους βλάκες-θαυμαστές των απατεώνων. Οι πρώτοι δεν διστάζουν να διακηρύττουν με κομψότητα, ότι η τιμιότητα είναι βλακεία. Όμως, αν ένας βλάκας καταφεύγει στην επιτηδειότητα λόγω των πενιχρών πνευματικών του μέσων, εκ της ίδιας αιτίας θα καταφύγει και στην απάτη.
Εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η παραγωγή βλακών δεν είναι ταξική. Καμία κοινωνική τάξη δεν στερήθηκε τους βλάκες και τον ιδιαίτερο κοινωνικό τους ρόλο. Ο βλάκας της ανώτερης τάξης, λαμβάνει πολύ σοβαρά υπ’ όψιν του την ατέλειωτη σειρά από τα «πρέπει» και τις απαγορεύσεις που του επιβάλλει η οικογένεια του. Έτσι, μέσα στον ταξικό του κύκλο κερδίζει τον τίτλο του «καλού παιδιού».
Αντίθετα, ένα παιδί του λαού ονομάζεται σε αντίστοιχη περίπτωση, κατά κυριολεξία, πολύ απλά και πολύ λαϊκά «κόπανος». Ένας βλάκας ανώτερης κοινωνικής τάξης απολαμβάνει στην μαθητική του ηλικία όλη την μορφωτική αγωγή και περιποίηση. Αυτό όμως σε πρεσβύτερη ηλικία επαυξάνει την γελοία του αυτοπεποίθηση, και του δίνει την δυνατότητα να φτάσει ανενόχλητος σε υψηλά κοινωνικά και πολιτικά αξιώματα. Αντίθετα ένας βλάκας παιδί του λαού χειραγωγείται πολύ σκληρά, τόσο από τους γονείς του, όσο και από τους δασκάλους και τους συμμαθητές του στο σχολείο. Μετά από αυτά βέβαια ο βλάξ των λαϊκών τάξεων είναι πάρα πολύ δύσκολο να ανέλθει στην κοινωνική κλίμακα, σε σύγκριση με τον βλάκα των ανωτέρων τάξεων. Μετά από όλη αυτήν την θεώρηση των πραγμάτων, ένα μεγάλο ζήτημα που προκύπτει είναι η σχέση μεταξύ του βλάκα του επιτήδειου και του απατεώνα. Οι περισσότεροι συνηθισμένοι άνθρωποι θεωρούν τον επιτήδειο και τον απατεώνα ενδεχομένως ανήθικους, τους κατατάσσουν όμως αναμφισβήτητα μεταξύ των ευφυϊών. Όμως συμβαίνει εντελώς το αντίθετο: Ο επιτήδειος και ο απατεώνας είναι απλά και μόνον υποδιαιρέσεις του βλάκα. Η πονηριά αποτελεί φυσική ιδιότητα των βλακών και αναπτύσσεται σαν η μόνη εφικτή άμυνα, απέναντι σε κινδύνους και ανταγωνισμούς. Από αυτήν και μόνον την διαπίστωση προκύπτει ότι μόνον ένας βλάκας έχει ανάγκη την επιτηδειότητα και την απάτη για να προωθηθεί και να επικρατήσει. Απόλυτη συνέπεια της πνευματικής αναπηρίας ενός βλάκα είναι άλλωστε όχι μόνον η αγελαία του τάση, όχι μόνον η προώθησή του, με την λεγεώνα των ομοίων του, αλλά και η έλλειψη αντίθετης γνώμης, η αποφυγή κάθε σύγκρουσης, και η προσφυγή στα ευτελέστερα και ευκολότερα μέσα της κολακείας, των εκδουλεύσεων, και της απάτης. Όπως και να έχουν τα πράγματα όμως, το πνευματικό προλεταριάτο πάσης ταξικής καταγωγής και προέλευσης είναι ένα και ενιαίο.