ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ

Σίσσυφος

Δημοσίευση: 10 Οκτ 2016 16:23

Τον Βαγγέλη στη γειτονιά τον φωνάζανε «sexyman». Το παρατσούκλι του το κόλλησαν κάτι γειτόνισσες που τον έβλεπαν χρόνια ολόκληρα, κάθε καλοκαίρι απόγευμα, τότε που η άσφαλτος ξερνούσε σαραντάρια, να βγαίνει στη βεράντα του διώροφου όπου έμενε φορώντας μόνο το λευκό παλαιομοδίτικο σώβρακο και να τρίβει με ευχαρίστηση την κοιλάρα του.

Στη συνέχεια εντελώς μηχανικά, κάνοντας τις ίδιες πάντα κινήσεις ανακάτευε τον φραπέ με το καλαμάκι για να λιώσουν τα τέσσερα κουταλάκια ζάχαρη και μετά, ανάβοντας έναν «Ασσο Φίλτρο» φυσούσε τον καπνό με ηδονή.

Η συνηθισμένη αυτή εικόνα γειτονιάς, μόνο εικόνα αισθησιακού άνδρα δεν ήταν, αλλά ας όψονται οι «Κατίνες» που τον «έκοβαν» και σχολίαζαν με φανερά ειρωνική διάθεση:

-Αι τουν μ’ σοόχαζο... μας παριστάνει και τον sexyman...

Αλλά τι έφταιγε κι αυτός; Στο κάτω – κάτω, ας μην κοίταγαν. Το μόνο που διεκδικούσε ήταν λίγη δροσιά στη σκιερή βεράντα, να ξεκουράσει το δουλεμένο του κορμί . Η δουλειά στην οικοδομή σαν σιδεράς ήταν πολύ σκληρή τα διάσημα λαρισαϊκά καλοκαίρια. Ο ήλιος τον «κάρφωνε» στην πλάκα πιο δυνατά κι απ’ ό,τι κάρφωνε εκείνος τα καρφιά καθώς καλούπωνε. Γι’ αυτό, όταν περπατάς στους δρόμους της Λάρισας, να σκύβεις με σεβασμό στα κτίρια, κτίσθηκαν με πολύ ιδρώτα, άνθρωποι κατέθεσαν ζωή πάνω στις σκαλωσιές.

Ο Βαγγέλης , λοιπόν, έφευγε δυνατός και φρέσκος το πρωί για το γιαπί, γύριζε αργά τα μεσημέρια κατάκοπος, γυρτός, νικημένος από τον κάματο. Και αυτός, και οι υπόλοιποι, όπως καταστηματάρχες που γύριζαν από τα μαγαζιά, δημόσιοι υπάλληλοι που επέστρεφαν απ’ τα γραφεία, οικοδόμοι που έρχονταν από τα γιαπιά, κρατούσαν όλοι ένα καρβέλι ψωμί, αγορασμένο απ’ τον φούρνο της γειτονιάς –συμβολικό έπαθλο της ημέρας ο άρτος ο επιούσιος των ανθρώπων. Κάθονταν όλοι μαζί ,αντρόγυνο και τρία παιδιά για φαΐ – φασολάκια, μελιτζάνες, κάνα γάβρο, ό,τι γεμίζει το λαϊκό τραπέζι τα καλοκαίρια –και κείνος κατέβαζε λαίμαργα το πιάτο. Μετά, ζητούσε και του έβαζαν συμπλήρωμα, ενώ ηδονιζόταν να κάνει μπούκες στην ντοματοσαλάτα που πνιγόταν στο λάδι. Τέλος, κατέβαζε και μια μπίρα, αντρικά, απευθείας απ’ το μπουκάλι – εξ ού και το μόνιμο (αλλά και ... διάσημο) «μπιροκοίλι»- και τελείωνε με μισό καρπούζι «στην κατσιά». Και όλα αυτά με την (καθόλου ευγενική) συνοδεία της Χρυσάνθης, «γκρινιάρα γυναίκα, α πα πα Παναγία μου»- έλεγαν γι’ αυτήν οι άλλες, μπίρι – μπίρι, μέχρι που έσκαγε ο χριστιανός και γινόταν ... μουσουλμάνος, «Τούρκος»για την ακρίβεια και τότε άρχιζε μια ... παρέλαση από Χριστούς, Παναγίες και Αγίους, που ήταν διάσημη σ’ όλη τη γειτονιά. Πώς όχι άλλωστε; Στα χαμηλά σπίτια στα στενάκια, αδύνατον να κρατηθούν τα μυστικά εντός των τεσσάρων τοίχων.

Μονάχα τα απογεύματα ηρεμούσε η κατάσταση... Μια κάποιας μορφής εκεχειρία επικρατούσε την ώρα του φραπέ και της ... μη συνειδητής «επίδειξης» της ... κοιλιάς στη γειτονιά. Λες και ένιωθε τύψεις η Χρυσάνθη, διέκοπτε το «ψαλτήρι».

Η ζωή του Βαγγέλη δεν είχε έτσι τίποτε το συναρπαστικό, τίποτε το μεγαλειώδες, ούτε και τίποτε δραματικό. Όλα κύλησαν με ροή κανονική και απρόσκοπτη, σχεδόν... απαρατήρητη. Ένας ακόμη από τις χιλιάδες των ανθρώπων στις παρυφές αυτής της πόλης, στις παρυφές αυτής της ζωής. Τον ήξεραν μόλις τα πέντε – δέκα σπίτια στο στενό που έμενε και οι γειτόνισσες που τον κορόιδευαν κάθε απόγευμα καλοκαίρι για τις ... αστείες πόζες ξεπεσμένου λαϊκού «τεκνού» και για τις οποίες ο ίδιος βέβαια δεν είχε ιδέα. Μια καθημερινότητα ήταν τα πάντα, το περιβόητο «μεροδούλι – μεροφάι» και το ζώσιμο σαν γάιδαρος στο «μαγγανοπήγαδο» της ζωής. Κανένα ταβερνάκι πού και πού, για ρετσίνα με τη Χρυσάνθη μην φανταστείς τίποτε μεγάλο-και στο γήπεδο Κυριακή παρά Κυριακή για την ΑΕΛ. Και μετά, ξανά η καθημερινότητα, το «γκάπα – γκούπα» των καρφιών στο γιαπί, το μπίρι – μπίρι της Χρυσάνθης τα μεσημέρια, και ο ήχος που κάνει το καλαμάκι του φραπέ, μετά από ένα βαθύ και ηδονικό ρούφηγμα κάθε απόγευμα . Τέλος.

Στα μεσοδιαστήματα της ζωής, ο Βαγγέλης πάντρεψε παιδιά. Χαρές θα μου πεις, αλλά τον σακάτευαν, τον πήγαιναν πολύ πίσω οικονομικά- πόσα καρφιά να καρφώσει, που μεγάλωνε κιόλας και άρχισαν τα πρώτα αρθριτικά – «μερικές φορές δεν τα νιώθω τα ρημάδια τα χέρια το πρωί»- παραπονιόταν.

Πρώτα, έδωσε την κόρη σ’ έναν πλανόδιο μανάβη που φαίνεται την είχε ξεμυαλίσει τη μικρή και μαζί με τα ... ζαρζαβατικά της πούλησε εν τέλει και έρωτα . Καλύτερα, σκέφτηκε ο Βαγγέλης- δεν ήταν και για περισσότερα, με το ζόρι «έσπρωξε» το Γυμνάσιο- ασ’ την εκεί να παιδεύεται μπας και βάλει μυαλό. Τον δεύτερο γιο, που ήταν της ιδίας ... επιμελείας στις σπουδές, τον πήρε στο γιαπί, γιατί φαινόταν - και ήταν!- εργατικός – ο Βαγγέλης ασυναίσθητα εύρισκε σ’ αυτόν τη συνέχεια του εαυτού του. Μόνο ο μεγάλος γιος –που ο Βαγγέλης αποκαλούσε «λόρδο»- ξέφυγε. Εκείνος, από τη μίζερη ζωή του πατέρα του ασπαζόταν μόνο το κομμάτι του ... φραπέ, και είπε να ... τιμήσει την πατρική παρακαταθήκη, συχνάζων καθημερινώς και αδιαλείπτως στις καφετέριες της πλατείας Ταχυδρομείου. Εκεί εμφανιζόταν σχετικά περιποιημένος και καθαρός, ντυμένος με όσο γούστο του επέτρεπε τέλος πάντων η λαϊκή καταγωγή και η αισθητική που διέπει γενικά τις ακραίες συνοικίες της πόλης.

Όταν έπιασε η κρίση που τσάκισε την οικοδομή, ο Βαγγέλης ήταν πάνω στη σύνταξη, την πήρε, πάλι καλά, - οχτακόσια; Οχτακόσια, μια χαρά είναι για τέτοιους καιρούς πλάκα κάνεις;- Εξακολουθούσε να ζει πάντα στο ίδιο διώροφο, πίνοντας πάντα φραπέ τα απογεύματα, όπως μάθαινα, γιατί στο μεταξύ είχα φύγει από τη γειτονιά. Η κόρη; «Ε, κάτι κάνει» με τον πλανόδιο, που «λάδωσε», λένε, και πήρε στο μεταξύ άδεια και βγαίνει στις λαϊκές. Ο μεγάλος γιος την έκανε – στη Γερμανία είπαν, άλλος πάλι τον θέλει στη λάντζα μεγάλου ξενοδοχείου στην Αγγλία – μπα δύσκολο το βλέπω για έναν τέτοιο ... «λόρδο». Δεν τον φοβάμαι όμως, κάπου θα τη βολέψει αυτός, όπως λέει και ένα λαϊκό δόγμα «τους τεμπέληδες τους βοηθάει κι ο Θεός». Μονάχα ο δεύτερος, ο εργατικός, που παντρεύτηκε νωρίς –νωρίς και έχει δύο χρόνια να κάνει μεροκάματο έχει πέσει στην κατάθλιψη και στο κρασί.

- Πού θα πάει αυτή η κατάσταση και έχει και δύο μικρά παιδιά; - τον βλέπει και μαραζώνει η Χρυσάνθη, που όλο και αγοράζει παραπάνω πράγματα απ’ το σούπερ μάρκετ, κάνα χαρτί υγείας, κάνα μπουκάλι λάδι, και τα διοχετεύει κρυφά στο σπίτι του άνεργου.

Πριν λίγες μέρες, ο Βαγγέλης έφυγε απ’ αυτήν τη ζωή. Το πληροφορήθηκα τυχαία, με καθυστέρηση, από ένα κηδειόχαρτο που είχε αρχίζει κιόλας να ξεφτίζει –ούτε στην εφημερίδα δεν το έβαλαν. Λόγω της βροχής, το χαρτί πάνω στον στύλο είχε αρχίσει να σχίζεται και η μορφή του Βαγγέλη να φαίνεται αχνά, σβησμένη.

- Καρδιά... μού είπαν. Μπαμ και κάτω... Εμ, τόσους φραπέδες και με τέσσερα κουταλάκια ζάχαρη, πού πας χριστιανέ μ’;

Σε λίγο αυτός ο άνθρωπος, δεν θα απασχολεί κανέναν. Ένα μνημόσυνο το πολύ στα σαράντα, ένα πιάτο κόλλυβα κι άιντε, ο επόμενος...

Σαν να μην υπήρξε ποτέ! Ένας ακόμη κόκκος στη μεγάλη άμμο. Ασήμαντος, απαρατήρητος, ποσότης αμελητέα.

Ένας ακόμη Σίσσυφος που δεν κατάφερε να κρατήσει τον βράχο στην κορυφή. Πάντα θα τον ανεβάζει εκεί και πάντα θα κατρακυλάει. Και πως ο κόπος, ως εκ τούτου, ήταν μάταιος...

ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ

alexiskalessis@yahoo.gr

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass