ούτε μεντόχορτα μα ούτε καντηλίνες,
άχρηστη η πέτρα του για τα Λατομεία,
θήραμα για τους κυνηγούς ποτέ δεν έχει,
σ΄ένα βουνό υπαρκτό σαν τύψη,
αναίτια βρέθηκα να κοιμάμαι κάποιο δείλι.
Ένας μικρός κελαηδισμός, λες, λες σφύριγμα
σαν όπως μια άρπα κρούει πιανίσιμο τα τέλια
ή σαν το θρόισμα φουστανιού πολύπτυχου
με ξύπνησε και τ΄άκουγα, όλο τ΄άκουγα
και το κεφάλι στριφογύριζα, αναμπαίζοντας
παράξενο μέσα μου έναν τρόμο.
Και είδα, είδα μια πηγή, ένα ανάβρυσμα
νερό που κυλούσε πεντακάθαρο
νοητά μόλις και ρυάκι γίνονταν
ρίγος διαπέρναε το βράχο.
Τ΄αυτιά μου ανοίξαν σα λούλουδα
και τα νεύρα μου τεντώθηκαν ρίζες
το κεφάλι μου έγειρε κλαίουσα ιτιά
και μια επιθυμία μ΄αναστάτωσε.
Να ρίζωνα, είπα, να ρίζωνα
στην ανάβρα αυτή δίπλα.
Σηκώθηκα και με μια περιέργεια
που συνεπάρθηκε από κύμα συμπόνιας,
ακολούθησα βήμα το βήμα το ρυάκι
που κυλούσε θροΐζοντας.
Και είδα, αφού περιφέρονταν σε μια πλατιά έκταση
μάταια αναζητώντας ζωή διψασμένη
επέστρεφε επέστρεφε
κι απ΄όπου ανάβρυζε
ξαναχάνονταν μέσα στο βράχο.
Ένας λόγος, ξαναχάνονταν, αμφίβολος
γιατί πάντα ανάβρυζε ανάβρυζε και κυλούσε
και τον κύκλο του έφερνε ανεξάντλητα
πόσα ίσως χρόνια;
Στεκόμουν μπροστά στην πηγή
ώρα πολλή, συντριμμένος
κι απ΄όνειρο σ΄άλλο όνειρο ξύπνησα
κι όταν ξύπνησα, μες στ΄αυτιά μου ποτάμι
κυλούσε και βούιζε
και πήγαινε το ρυάκι, ποτάμι ανεξήγητο
-και το βουνό έμεινε μόνο σαν όνειρο
και το βουνό έμεινε μόνο σαν τύψη-
κυλούσε κυλούσε και πήγαινε
και ξαναγύρναγε ξαναγύρναγε πάλι.
Στ. Ντόμαλης