Οι διαφορές ανάμεσα σε αυτές τις δύο μακρινές ιστορικές περιόδους, είναι πολιτικές, ιδεολογικές ακόμα και ψυχολογικές. Εξίσου τεράστιες, είναι οι διαφορές που έχει η Αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο με την νεότερη Ελλάδα. Για να καταλάβουμε τις αποστάσεις που μας χωρίσουν θα χρησιμοποιήσω ένα ανάλογο: οι Ιταλοί και οι Γάλλοι σε καμία περίπτωση δεν πιστεύουν ότι είναι η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ούτε ότι τα λατινικά είναι δική τους γλώσσα. Εμείς θεωρούμε τους εαυτούς μας απόγονους των Αρχαίων Ελλήνων (και γλωσσικά) ενώ η Αυτοκρατορία του Βυζαντίου είναι ο θρησκευτικός μας ηγέτης. Η κεντρική Ευρώπη, πράγματι, αναγεννήθηκε εν μέρει πολιτικά μέσα από τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων με την διαφορά ότι αυτά δεν στάθηκαν εμπόδιο στην εθνική τους ανεξαρτησία και πρόοδο. Για να πετύχουν την πολιτική τους αυτοτέλεια έπρεπε ο Πάπας και ο δυτικός χριστιανισμός να τεθούν στο περιθώριο, όπως και έγινε. Εδώ ο Αρχιεπίσκοπος ορκίζει ακόμα το κοινοβούλιο γιατί η πίστη στο Σύνταγμα δεν είναι αρκετή.
Αρχαίοι Έλληνες και δυτικοί χριστιανοί: οι Αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τους προγόνους τους τελειότερους από τους εαυτούς τους. Οι Ευρωπαίοι, αντίθετα, θεωρούν τους προγόνους τους ατελέστατους, αφού ανέτρεψαν μια παπική παράδοση αιώνων, αναθεωρώντας ταυτόχρονα την αριστοτελική σκέψη. Εμείς κοιτάμε ακόμα με δέος το αρχαιοελληνικό και βυζαντινό κλέος, αφού το παρόν μας είναι αξιοκατάκριτο. Οι διαμάχες για τα αρχαία ελληνικά και την προσευχή στα σχολεία είναι μια απόδειξη απαξίας του παρόντος. Εδώ ταιριάζουν τα λόγια του Οράτιου (Επιστολές, I.vi. 1-2), «να μην αισθάνεσαι δέος για τίποτα, Νουμίκιε, είναι στην πράξη ο μόνος τρόπος να είσαι ευτυχής». Εμείς σοκ και δέος παντού και πάντα, ενώ η ευτυχία μας αφήνεται μακάρια στις διαθέσεις του καλού Θεού.
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν στην κυκλικότητα του κόσμου και της ζωής, δηλαδή στην έννοια του χρόνου ως ένας ατέρμονος κύκλος που επιστρέφει. Με τον χριστιανισμό αυτή η φιλοσοφική και υπαρξιακή θεώρηση του χρόνου αλλάζει και η γένεση του Θεανθρώπου σηματοδοτεί μια νέα εκδοχή του χρόνου, την γραμμικότητα. Δηλαδή, μια δεδομένη στιγμή ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο, ο οποίος βαδίζει συνεχώς προς το μέλλον μέχρι την Βασιλεία του Θεού, την αιώνια μεταθανάτια ζωή. Στον χριστιανισμό το παρελθόν παύει να είναι ηρωικό και δοξασμένο και θεωρείται ατελές, γεμάτο αμαρτίες. Το μέλλον αντίθετα, με την βοήθεια της θείας χάρης, γίνεται μια αιώνια προσδοκία ευτυχίας και ειρήνης δια μέσου της ελεύθερης βούλησης. Το στοιχείο της ελεύθερης βούλησης εισάγεται από τον κατεξοχήν Άγιο της Δύσης, τον Αυγουστίνο, και σηματοδοτεί μια νοητική-ορθολογική επανάσταση που θα ολοκληρωθεί αρκετά αργότερα με την δημιουργία των πρώτων δημοκρατιών στην Ευρώπης. Εδώ χάσαμε την ευκαιρία να ενσωματώσουμε στην θρησκευτική μας κουλτούρα το έλλογο στοιχείο της πίστης ώστε παραμείναμε εξόχως δογματικοί. Ο δογματισμός δεν ταιριάζει στην κουλτούρα της αυτονομίας και της ανεκτικότητας, δύο από τις θεμελιώδης αρχές της δημοκρατίας.
Βλέπουμε τους Αρχαίους Έλληνες να υμνούν το παρελθόν ενώ οι δυτικοί χριστιανοί το μέλλον. Μέσα σε αυτό τον αντίρροπο ιδεολογικό και φιλοσοφικό κόσμο, εμείς πού βρισκόμαστε; Θα σας το πω ξεκάθαρα: διατηρούμε τον θαυμασμό μας για τους Αρχαίους ενώ υμνούμε το Αυτοκρατορικό Βυζάντιο και το παρακλάδι της, την Ορθοδοξία. Έκτοτε μας διακατέχει και μας κατατρύχει ένα «τρισυπόστατο σύνδρομο»: α) μιμούμαστε ατυχώς και βλαβερώς το αρχαιοελληνικό πνεύμα της τελειότητας β) προσπαθούμε να καταπολεμήσουμε τα ανθρώπινα ελαττώματα με την πίστη στην Ορθοδοξία χωρίς κανένα πνεύμα λογικής γ) ταυτόχρονα είμαστε υποχρεωμένοι να λειτουργούμε υπό καθεστώς δημοκρατίας και θεσμών που έχουν εισαχθεί από την Δύση. Αυτό λέγεται νεοελληνικός μύλος!
Χριστιανισμός και Δημοκρατία: ο Ιησούς εισαγάγει για πρώτη φορά επίσημα και καταγεγραμμένα (Ιερά Ευαγγέλια) τις αρχές της καθολικής ισότητας, της εσωτερικής ελευθερίας, της χειραφέτησης της γυναίκας, τα δικαιώματα των παιδιών, το διαχωρισμό της πολιτικής εξουσίας από την θρησκευτική πίστη, την κοινωνική δικαιοσύνη, την φιλανθρωπία, την αγάπη αλλά και την συγχώρεση. Ειδικά η συγχώρεση είναι ο λόγος που ο Μεγάλος Κωνσταντίνος εισέρχεται στην βασιλεία του Θεού κάνοντας τον χριστιανισμό επίσημη Θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτές οι πρωτοφανείς καινοτομίες ξεκίνησαν σαν μια ειρηνική επανάσταση στην αρχή του χρόνου, όπως τον μετράμε σήμερα (δηλαδή προ Χριστού, και μετά Χριστόν). Εκτός από εμάς, επηρέασε τους Κινέζους και τους Ινδούς (ο Γκάντι είναι μια απόδειξη της μη-βίας και μεγάλος θαυμαστής του Ιησού). Στην Δύση η κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία συμπορεύτηκαν ενώ στο Βυζάντιο ο Αυτοκράτορας ήταν αυτός που όριζε τους πατριάρχες. Το παπικό κράτος μέχρι και το τέλος των σταυροφοριών το 1291 καθόριζε την πολιτική της Ευρώπης. Οι ανθρωπιστές της Ιταλίας και της Γαλλίας (από τον Ιταλό ποιητή Πετράρχη, τον Μιράντολα, τον Έρασμο ως τον Γάλλο Ραμπελέ), η μεταρρύθμιση του Λούθηρου και ο Διαφωτισμός με την Γαλλική Επανάσταση, διαχώρισαν οριστικά το κοσμικό κράτος από την εκκοσμικευμένη εκκλησία. Οι μεγάλοι συγγραφείς του 18ου αιώνα έθεσαν τον άνθρωπο ενώπιον της λογικής του. Μίλησαν για πρώτη φορά τόσο ανοιχτά για τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια, πράγμα ανήκουστο ως τότε. Αυτοί οι πρωτοπόροι άνοιξαν στην κυριολεξία τα απελπισμένα μάτια των συγχρόνων τους που άρχισαν σταδιακά αμφισβητούν την καθεστηκυία τάξη του Βασιλιά, του Πάπα και των Καρδινάλιων, των Φεουδαρχών. Φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε την magnacarta στην Αγγλία το 1215 που ήταν το πρόδρομο κείμενο της διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των συνταγμάτων του κράτους δικαίου. Ο άνθρωπος γίνεται ελεύθερος μέσα από την πνευματική αναγέννηση και ορίζει την τύχη του με τον ορθό λόγο. Αυτός υπερισχύει τελικά έναντι της τυφλής πίστης. Ως συμπέρασμα θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι αρχές της ισότητας, της ελευθερίας, των δικαιωμάτων είναι η πολιτική ωρίμανση της πρώτο-χριστιανικής ηθικής.
Όλες οι σύγχρονες δημοκρατίες έχουν καθαρά χριστιανικές καταβολές. Αν έγιναν ιστορικά λάθη, έχουμε όλο το δικαίωμα και την ελευθερία να τα διορθώσουμε. Άλλωστε το, «τα του Καίσαρος, τω Καίσαρι», και το, «ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος, άντρας και γυναίκα», είναι έξοχες προτροπές για όταν ξεχνάμε προς τα που να βαδίσουμε. Αν αυτές οι αρχές στις μέρες μας ισχύουν στην πράξη σε μεγαλύτερο βαθμό από τότε που η εκκλησία ήταν πανίσχυρη, σημαίνει ότι σήμερα είμαστε περισσότερο χριστιανοί από ποτέ. Χριστιανισμός και Δημοκρατία θα συμπορεύονται για πολύ καιρό. Αν η Εκκλησία απομακρύνθηκε, σήμερα οφείλει να επιστρέψει στις διδαχές του Ιησού και να τις εφαρμόσει, να γίνει με λίγα λόγια μια Δημοκρατική Εκκλησία. Το Βυζάντιο είναι ένα ιστορικό παρελθόν ενώ η Δημοκρατία το μέλλον του λαού μας αλλά και του κόσμου.
Ο καθένας οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες του.
www.ak.gr