Αυτό αφορά κυρίως τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας, μα κυρίως της ελληνικής αστικής τάξης, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη τριτογενοποίηση της ελληνικής οικονομίας κατά την διάρκεια του 21ου αιώνα. Η αστική τάξη στην Ελλάδα, υπήρξε τεχνητό δημιούργημα του εγχώριου πολιτικού κόσμου, με πρωτεργάτη τον Χαρίλαο Τρικούπη και με απώτερο σκοπό την προσέλκυση ελλήνων των παροικιών, για
επενδύσεις στην «αναπτυσσόμενη» με έλλειψη επιχειρηματικής τάξης Ελλάδα. Η τεχνητή δημιουργία μίας τάξης η οποία δεν υπήρχε στην ελληνική κοινωνία μέχρι τότε, είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη σχέσεων του επιχειρηματικού κόσμου με τον πολιτικό. Ο όρος «κοινωνικός ολοκληρωτισμός» (βλέπε Βεργόπουλος 1978) θα μπορούσε να χαρακτηρίσει άριστα την ελληνική κοινωνία, ότι δηλαδή τίποτα το ιδιωτικό δεν νοείται ξεχωριστά από το δημόσιο. Δεδομένης της μειούμενης ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας από την είσοδο της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και μετά, κυρίως στον δευτερογενή, πρωτογενή τομέα παραγωγής, καθώς και τον προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας στην παροχή υπηρεσιών, η επιχειρηματολογία των παραπάνω καθίσταται αφοπλιστική. Η τηλεόραση στην Ελλάδα υπήρξε κατ' εξοχήν «ελληνική υπόθεση» με δυσκολία εισόδου ξένου κεφαλαίου και την πρωτοκαθεδρία του ελληνικού επιχειρηματικού κόσμου. Η αμοιβαία αυτή σχέση θα μπορούσε να υποστηρίξει απολύτως τον μεγάλο βαθμό αδιαφάνειας που περιβάλλει τον κλάδο της τηλεόρασης (υπέρογκα δάνεια, χρηματισμοί, ερμηνευτική δημοσιογραφία) και την νομενκλατούρα του δημοσιογραφικού κόσμου.
Τι γίνεται όμως όταν η πολιτική ηγεσία με το σύμβολο της «κάθαρσης» δημιουργεί καινούριο τηλεοπτικό τοπίο και προσπαθεί να ξαναμοιράσει την διαφημιστική πίτα; Το πρόβλημα είναι τουλάχιστον ηθικό. Η παρεμβατική πολιτική στην οικονομία δεν είναι απαραίτητα προβληματική, αλλά υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία είναι τουλάχιστον διφορούμενη. Η διενέργεια διαγωνισμού, από φυσικό πρόσωπο (τον ίδιο τον υπουργό) με παράκαμψη συνταγματικά κατοχυρομένων θεσμών δημιουργεί έλλειψη διαφάνειας, ιδιαίτερα όταν οι υποψήφιοι πλειοδότες αποτελούν την ελίτ του ελληνικού επιχειρηματικού κόσμου, με μακροχρόνια εμπειρία στον χώρο των μέσων μαζικής ενημέρωσης και είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την πολιτική σκηνή αυτή καθε αυτή. Η απουσία ακαδημαϊκής επιχειρηματολογίας για τον αριθμό των αδειών, η επικράτηση ωχαδερφιστικού λογισμού, όπως τόσα εκατομμύρια η διαφημιστική πίτα δια τόσα κανάλια ίσούται με τον κύκλο εργασιών θολώνουν ακόμα περισσότερο το τοπίο. Η κοινωνία ποδηγετείται επικοινωνιακά σε τέτοιο βαθμό όπου η μία μεριά χαίρεται με την απόγνωση της άλλης! Είναι τουλάχιστον ζοφερό να ακούς από αρχηγό κράτους περί κοινωνικού αυτοματισμού «φιλελεύθερου τύπου» όταν οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν ορατά το φάντασμα της ανεργίας. Τελικά ο κύβος ερίφθη στο κεφάλαιο ή στον εργαζόμενο; Μου είναι δύσκολο να αποδεχτώ στο κατά πόσο καθάρισε το τηλεοπτικό τοπίο με την τηλεόραση σαν κλάδος να «κλείνει»(δεν επιτρέπεται η είσοδος πλέον καινούριων επιχειρήσεων στον κλάδο, τα περιθώρια κέρδους εκτοξεύονται) και να καθίσταται πιο ολιγοπωλιακή από ποτέ.
Μα το πιο σημαντικό, η αποτελεσματικότητα και η επιτυχία του διαγωνισμού προσδιορίσθηκε από τον εισπρακτικό της χαρακτήρα, αδιαφορώντας για το θέμα της συρρίκνωσης της αγοράς, την εξυπηρέτηση των δανείων των «ακάθαρτων καναλιών» καθώς και των ασφαλιστικών τους εισφορών, μα πάνω από όλα αδιαφορώντας για το θέμα της απασχόλησης σε μία αγορά εργασίας όπου έχει χάσει πλέον την δυναμικότητα της, με περισσότερες δουλειές να κλείνουν παρά να ανοίγουν καινούριες.
Εν τέλει στην « Ελλάδα της κρίσης « τόσο οικονομικής όσο και κοινωνικής, μείναμε να ζητωκραυγάζουμε και να επευφημούμε για τα έσοδα του κράτους από τον διαγωνισμό και τα 50.000.000 ευρώ κοινωνικής πολιτικής κατ' έτος ! Όπως θα έλεγε και κάποιος, η πολιτική είναι αυτή που μετατρέπει την παράνοια σε λογική και την λογική σε παράνοια.