Ένα πανηγύρι ήταν οι μέρες του τρύγου ή του τρυγητού, στα παλιά τα χρόνια (όχι και πολύ παλιά), που κρατούσε μέχρι το πάτημα των σταφυλιών στο πατητήρι (ληνό) με τα πόδια και το βράσιμο (αλκοολική ζύμωση) του μούστου, με φαγοπότι, παινέματα κι ευχές για …καλά κρασιά. Ο ποιητής του χωριού και της στάνης Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894), δίνει μια ωραία περιγραφή αυτής της διαδικασίας στο ποίημά του, «Ο Τρύγος»: Έτσι οι κοπέλες του χωριού πετιούνται απ` τα σπίτια / Κ` εις κάμπους κ` εις βουνά σκορπούν, κι όπ` είναι αμπέλια τρέχουν / Με τα καλάθια τα πλεχτά και με τα βατοκόπια / Και με τραγούδια, με χαρές, όταν αρχίζει ο τρύγος.
Τα γραφόμενα για το αμπέλι και το κρασί(1) είναι τόσα πολλά, «όσες και οι ρώγες των σταφυλιών στ` αμπέλι», έλεγαν οι χωρατατζήδες και οι θυμόσοφοι γέροντες· «Βάζω νερό στο κρασί μου», «Δεν μιλάει αυτός, μιλάει το κρασί», «Σαν το παλιό καλό κρασί», «Ήπια κρασί μ` αυτόν τον άνθρωπο», για να τονίσουν την πολύ στενή φιλία, «Ήταν στραβό τ` αμπέλι, το `φαγε κι ο γάιδαρος», «Βάζε στο κρασί νερό, τους μήνες που δεν έχει ρο», «θέλει ξύλο το κρασί και το βαρέλι γνώση» κι άλλα. Το κρασί αγαπήθηκε πολύ απ` τον άνθρωπο, εξυμνήθηκε, «θεοποιήθηκε», έγινε το σύμβολο της λεβεντιάς και της ρώμης, αλλά και καταφυγή στη θλίψη, στενοχώρια, κακοκεφιά, στη μεγάλη χαρά.
Ως ένα από τα βασικά συστατικά της ανθρώπινης κοινωνικής λειτουργίας, το κρασί συνδέθηκε και με τη ζωή και με τον θάνατο. Πάλι ο Κρυστάλλης στο «Τραγούδι του Τρυγητού», γράφει: Το λέει η Γκόλφω η όμορφη, το λέει με το τραγούδι: /Αμπέλι μου πλατύφυλλο και καλοκλαδεμένο / δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω / να κάνω αθάνατο κρασί, μοσχοβολιά γεμάτο / να γύρει απ` τη μακρινή την ξενιτιά ο καλός μου / Να κατεβώ μες στην αυλή, να πιάσω τ` άλογό του, / να τον φιλήσω αγκαλιαστά στα μάτια και στο στόμα, / να τον κεράσω αμπέλι μου, τ` αθάνατο κρασί σου, / της ξενιτιάς τα βάσανα να παν, να τα ξεχάσει. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης εξύμνησε τις χάρες που έχει το καλό κρασί: Πιε Φλώρο μου ακόμα μια φορά / αυτό το καιροπάτι(2) / να ανασταίνονται οι νεκροί / αν έπιναν κομμάτι, ενώ ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «θεσπέσιον νέκταρ που πίνουν οι Ολύμπιοι θεοί το καλούμενον και Αλυπιακόν επειδή καταργεί όλας τας λύπας».
Στο δημοτικό τραγούδι η παρουσία του αμπελιού και του τρύγου είναι έντονη: Μπαίνω μες στ` αμπέλι σα νοικοκυρά / Να κι ο νοικοκύρης πούρχεται μετά. / Έλα νοικοκύρη να τρυγήσουμε…
Τα τραγούδια του κρασιού και του κεφιού, τραγουδιούνται ακόμα και σήμερα στις ταβέρνες απ` τους τροβαδούρους: Πίνε πάντα κρασί κι όχι άλλο πιοτό / για να φτάσεις και συ μέχρι τα εκατό, τονίζοντας τις θαυματουργές ιδιότητες των πολυφαινολών που περιέχει.
Η ηλικία του σταφυλιού έχει την ηλικία του προϊστορικού ανθρώπου, κι αυτό το επιβεβαιώνουν τα ευρήματα (σταφυλόσπορα), σε σπήλαια και σε ταφές. Λένε, πως η πατρίδα του σταφυλιού είναι η περιοχή του Καυκάσου κι από `κει διαδόθηκε στη Μεσοποταμία (περιοχή του ποταμού Ευφράτη), Φοινίκη, Μ. Ασία, Αίγυπτο, Μινωική Κρήτη, Ν. Ελλάδα, Θράκη, Ν. Ιταλία.
Οι πρώτοι αμπελουργοί κατοικούσαν στην Αν. Μακεδονία, στην περιοχή των Φιλίππων και της Δράμας, ενώ ο πρώτος οινοποιός ήταν ο Μάρωνας, τον οποίο τιμούσαν στη Μαρώνεια της Θράκης. Ο Όμηρος κι ο Ησίοδος ονοματίζουν τα καλύτερα αμπέλια - κρασιά κι αναφέρουν περιοχές: Θράκη η πολύοινος, Ιστιαία (πολυστάφυλος), Επίδαυρος (αμπελότοπος), ενώ το κρασί το λένε οίνη, οινόη, οινιάδα.
Ο Στάφυλος στη Μυθολογία, βοσκός του βασιλιά της Αιτωλίας Οινέα, ήταν αυτός που βρήκε την αρχή του νήματος… Ενώ βοσκούσε τα κατσίκια του, παρατήρησε πως μία κατσίκα έτρωγε μόνο τους καρπούς ενός άγνωστου φυτού και …τρελαινόταν ή κατ` άλλους πάχαινε επικίνδυνα. Έφερε τον καρπό στο βασιλιά του, εκείνος τον έστιψε στην παλάμη του, δοκίμασε τον χυμό κι από τότε, οι λέξεις σταφύλι και οίνος «θεοποιήθηκαν».
Ο Διόνυσος ή Βάκχος, θεός του αμπελιού, του οίνου, ευωχίας, έκστασης μανίας, πολυταξιδεμένος, πρόσφερε στους φίλους του οίνο για να τους ευχαριστήσει, ενώ τους εχθρούς του, τους έκανε μανιακούς.
Ο Όμηρος στην «Ιλιάδα», λέει: Χαρείτε πρώτα / το φαγητό και το πιοτό· δύναμη κι ανδρεία δίνουν (1.705) και στην «Οδύσσεια» λέει ο Οδυσσέας: «Μ` έβαλε τότε σε σχεδία ξυλόδετη (η Καλυψώ), άφθονα τρόφιμα μου δίνει και γλυκό κρασί (Η. 264), και λίγο παρακάτω: «Δεν λέω, εύφορη είναι των Κυκλώπων μας η γη, βγάζει κρασί από μεγάλες αμπελίσιες ρώγες / όμως αυτό είναι απόσταγμα, από αμβροσία και νέκταρ», επαινώντας το δικό του, που το πήρε απ` τη Μαρώνεια.
Ο Ευριπίδης στις «Βάκχες» κι ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» ανεβάζουν το Διόνυσο με τις εξαλλοσύνες του στην κορυφή, αλλά και τον κατεβάζουν στον Άδη, παραδοξοντυμένο, να κάνει τον Κριτή.
Η Γένεση στην Π. Διαθήκη αναφέρει πως το πρώτο φυτό που φύτεψε μετά τον κατακλυσμό ο Νώε ήταν η Άμπελος.
Πάντως, από όπου κι αν προέρχεται η λέξη, από τον Οινέα ή από Αχαϊκό Βίνος (αγαπητός), και όπως κι αν τον ονόμασαν πολλοί, ο Αριστοφάνης «Γάλα της Αφροδίτης», ή ο Άνθιμος Γαζής «Γάλα των γερόντων», το κρασί, ασκεί και θα ασκεί στους αιώνες μια παράξενη, αρχέγονη, μυστηριακή και «θεόπνευστη» έλξη και γοητεία.
(1) Κρασί = κράσις (ανάμιξη οίνου με νερό)
(2) Καιροπάτι = πατατράβα
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
Όμηρος Ιλιάδα μετ. Θ.Μαυρόπουλος, Ζήτρος
Όμηρος Οδύσσεια, Δ. Μαρωνίτης
Οίνον ιστορώ. Τ` αμπελανθίσματα
Β. Τράντος Το Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο 2013
ΕυλόγιονΚουρίταΛαυριώτου. Ο. Αμπελώνες του Άθω
Δειπνοσοφιστής Ίκαρος 1991
Αλ. Αλεξάκης, Το κρασί και η παραγωγή του. Σιδέρης
Το βιβλίο του κρασιού ΤΑ ΝΕΑ εκδ. ΨύχαλοςΒέκιος – Κούκης –Τσακίρης
Περικλή Καλοδίκη – Νεοελληνική Λογοτεχνία Gutemberg
Δ. Χατζηνικολάου, Οίνος και Αίνος 2004