«Τρώγε όμορφα!», πρόσταζε η μάνα στο τραπέζι από τότε που είμαστε μικρά. «Φύγε από δω γρήγορα», διέταζε ο πατέρας όταν τριγυρνούσαμε στον επικίνδυνο, για μικρά παιδιά, χώρο της εργασίας του. Το ίδιο και οι δάσκαλοι, αργότερα. «Περάστε έξω, όλοι!» ακουγόταν ταυτόχρονα με τον χτύπο του κουδουνιού στο διάλειμμα προκειμένου να αεριστεί η σχολική αίθουσα.
Και τώρα που μεγαλώσαμε, όμως, οι προστακτικές επιμένουν. Σαν ράγες τρένου, που κλειδώνουν τη διαδρομή, μας σπρώχνουν να ακολουθούμε καραβάνια που βαδίζουν την ίδια πορεία. Κάθε τι που αντιστέκεται είναι παρεκτροπή, κάθε απόκλιση είναι παράβαση.
Κακό είν’ αυτό; Όχι πάντα. Με την προσταγή της μαμάς γλυτώσαμε το ρεζίλι αργότερα όταν μιλάμε να φτύνουμε με μασημένη τροφή όλο τον κόσμο, με τη διαταγή του μπαμπά καταλήξαμε να έχουμε (όσοι τον ακούσαμε) δυο χέρια στην ενήλικη ζωή μας και εξαιτίας της δασκαλικής απαίτησης για εκκένωση της σχολικής αίθουσας δεν πεθάναμε από φυματίωση, πριν κλείσουμε τα 18! Ακόμα και το «Στάσου, μύγδαλα» του Βόγλη, όσο αγενές κι αν ακουγόταν στην ταινία «Κορίτσια στον ήλιο» τον έρωτα, έστω με άγαρμπο και άκομψο τρόπο, προσπαθούσε να εξωτερικέψει και η Άναμπελ τελικά ενέδωσε!
Εκεί που αρχίζει να χαλάει το πράγμα είναι όταν τις προστακτικές τις χρησιμοποιούμε στα παιδιά μας, στους μαθητές μας, στους φίλους μας, στις Άναμπελ της ζωής μας, όχι για να τους γλυτώσουμε από το απευκταίο, αλλά για να ορίσουμε τον κόσμο τους με βάση το δικό μας.
Όταν λοιπόν, σε συναυλία ποιοτικού (ακόμη χειρότερα διότι υποτίθεται ότι λίγη απ’ την …ποιότητα διαχέεται και στο ακροατήριο) καλλιτέχνη κραυγάζουμε, ψεκάζοντας ζεστή μπύρα από το στόμα μας τους γύρω, «Παίξε ρε!», επειδή ο συγκεκριμένος τραγουδιστής τόλμησε να παρακαλέσει για πιο μετρημένα μπουγελώματα προκειμένου να αποφευχθεί η ηλεκτροπληξία, τότε απλώς προσπαθούμε να επιβάλλουμε την κλίμακα αξιών μας. Αυτή στην κορυφή της οποίας βρίσκεται η απόλυτη ευχαρίστησή μας και τίποτα άλλο!
Η προστακτική μας τότε, σκληρότατη και φασιστική είναι σαν το σήμα της τροχαίας που απαιτεί την άμεση ακινητοποίηση. Το STOP. Σταμάτημα για όλους τους άλλους όμως, όχι για μας! Εμείς πρέπει να προχωράμε ανεπηρέαστοι, με όλους τους άλλους σταματημένους, για να είναι οι δρόμοι ανοιχτοί. Οι κανόνες υπάρχουν για τους άλλους, όχι για μας. Μετατρέπουμε με ευκολία σε γήπεδο, από τις αγριοφωνάρες μας τον καφέ όπου βρίσκονται μαζί με μας δεκάδες συμπολίτες μας και απαντάμε με προστακτική στην πρώτη παρατήρηση («Φύγετε, αν ενοχλείστε»). Αλλάζουμε σε χαρτοπαικτική λέσχη από την κάπνα το εστιατόριο που τρώμε, πάλι μαζί με άλλους, επειδή ως γνωστόν το τσιγάρο μετά το φαγητό έχει άλλη γεύση και ξεστομίζουμε βρισιά γενετήσιας ορμής (πάλι σε προστακτική), φανερώνοντας ίσως τις ανάγκες μας, όταν κάποιος τολμήσει να απαιτήσει μαζί με τη μακαρονάδα του και καθαρό αέρα!
Το «Παίξε ρε!» του καλοκαιριού αποθεώνει τον ανθρώπινο εγωισμό, συμπυκνώνει το χαρακτήρα μας σε δυο λέξεις, μας εντάσσει ως μέλη του στο ανθρωποφάγο πλήθος, μας καταδικάζει στην πιο σκληρή μοναξιά, μακριά από την κοινωνία. Μας κάνει α-κοινώνητους. Μας διαχωρίζει και μας απομονώνει: Εμείς κι οι άλλοι, γιατί ποιος θέλει στην παρέα του μικρούς στρατηγούς; Γλυτώσαμε την επαφή μαζί τους στην πολύμηνη θητεία μας στο στρατό, θα τους μεταφέρουμε στις δεκαετίες της ζωής μας;
Η οικογένεια (με τον πατέρα και τη μάνα), η πολιτεία (με το Υπουργείο Μεταφορών και τον ΚΟΚ), η τυπική εκπαίδευση (με το σχολείο και τον δάσκαλο), άντε κι ο Βόγλης (μαζί με τον Βασίλη Γεωργιάδη, τον σκηνοθέτη της ταινίας) προσπαθούν, έστω και με σκληρό και απόλυτο τρόπο να μας διδάξουν τα πρέπει της ζωής. Πρέπει να προσέχουμε τη συμπεριφορά μας και τους άλλους ακόμη και στο τραπέζι, πρέπει να νοιαζόμαστε για την ασφάλειά μας σε επικίνδυνους χώρους, πρέπει να μοιραζόμαστε δρόμους και κανόνες όταν οδηγούμε, πρέπει να φροντίζουμε για την υγεία, τη δική μας και των άλλων στο σχολείο και αλλού, πρέπει τέλος (γιατί όχι) να διαλαλούμε τον έρωτά μας χωρίς φόβο και πάθος! Κι εμείς όλα τούτα τα πρέπει τα πνίγουμε σε μια γουλιά ζεστής αφρισμένης μπύρας με την οποία «κερνάμε» τους γύρω μας σε μια καλοκαιρινή συναυλία ουρλιάζοντας: «Παίξε ρε!». Κρίμα.