Στη σειρά αυτή των συνεδρίων που οργανώνονται συνεχώς ανά δύο χρόνια από το 1980, παρουσιάζονται οι εξελίξεις στην έρευνα που αφορά την ύπαρξη και τις επιπτώσεις των βαρέων μετάλλων στο περιβάλλον και στην υγεία των ανθρώπων. Ένα σημαντικό μέρος του συνεδρίου αφιερώθηκε στη ρύπανση των εδαφών των κατοικημένων χώρων και οι επιπτώσεις της στα καλλιεργούμενα φυτά και κατ’ επέκταση στην υγεία των ανθρώπων μέσω της τροφικής αλυσίδας. Δεδομένου ότι η πρακτική της καλλιέργειας κήπων στα οικόπεδα των σπιτιών ή γενικά σε χώρους που γειτνιάζουν με κατοικημένους χώρους είναι συνήθης από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα και με τάση να αυξάνεται τελευταία στη xώρα μας λόγω και της οικονομικής κρίσης, κρίθηκε σκόπιμο να μεταφερθούν ορισμένες βασικές πληροφορίες και πρακτικές συμβουλές για όσους καλλιεργούν ή καταναλώνουν κηπευτικά που παράγονται σε εδάφη που βρίσκονται σε κατοικημένους χώρους.
Τα βαρέα μέταλλα, όπως το κάδμιο, ο μόλυβδος, το χρώμιο, το αρσενικό, ο υδράργυρος, ο χαλκός κ.ά. θεωρούνται σοβαροί ρυπαντές του περιβάλλοντος ιδιαίτερα σε περιοχές με έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα. Η παρουσία τους στην ατμόσφαιρα, στο έδαφος και στο νερό -ακόμα και σε πολύ μικρές ποσότητες -μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς και λόγω της βιοσυσσώρευσης που γίνεται μέσω της τροφικής αλυσίδας μπορεί να γίνει επικίνδυνη για την υγεία των ανθρώπων προκαλώντας από διαταραχές στο νευρικό σύστημα μέχρι καρκίνο σε πολλές περιπτώσεις. Η προέλευση των στοιχείων αυτών γενικά στα εδάφη προέρχεται από βιομηχανική δραστηριότητα, κυκλοφορία οχημάτων και εφαρμογή διαφόρων οργανοχημικών στο έδαφος και στα φυτά για φυτοπροστασία. Για παράδειγμα ο μόλυβδος προέρχεται κυρίως από τα καυσαέρια των οχημάτων, το αρσενικό και ο χαλκός από φυτοφάρμακα. Οι κύριες πηγές εισόδου στον ανθρώπινο οργανισμό είναι η αναπνοή ρυπασμένου αέρα, η κατανάλωση ρυπασμένου νερού και η κατανάλωση τροφών επιβαρυμένων με βαρέα μέταλλα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ρύπανση των εδαφών -και μέσω της τροφικής αλυσίδας του ανθρώπου- παρουσιάζει με αυξανόμενη ένταση η καλλιέργεια των εδαφών για παραγωγή κυρίως κηπευτικών σε περιοχές που βρίσκονται κοντά σε πόλεις ή και από μεγάλο μέρος του πληθυσμού εντός κατοικημένων περιοχών ακόμη και σχετικά μεγάλων πόλεων, όπως π.χ. η Λάρισα. Η έκταση αυτών των εδαφών και η σημασία τους είναι αρκετά μεγάλη, αν και μέχρι σήμερα στη xώρα μας, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου, αυτά τα εδάφη είναι παραμελημένα από πλευράς προστασίας της ποιότητας τους. Τα εδάφη επιτελούν πολύ σημαντικές λειτουργίες που σχετίζονται με την ανάπτυξη των φυτών, τον καθαρισμό των νερών, τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, την ανακύκλωση των θρεπτικών στοιχείων κ.ο.κ. Η μη ορθολογική μεταχείρισή τους έχει ως συνέπεια τη μεταβολή των ιδιοτήτων τους σε τέτοιο βαθμό που πολλές φορές είναι ακατάλληλα για καλλιέργεια φυτών και έχουν δεχθεί ρύπανση με διάφορες ουσίες συμπεριλαμβανομένων και των βαρέων μετάλλων σε βαθμό που μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα στην υγεία του ανθρώπων. Σε ορισμένες χώρες, όπως π.χ. στην Αγγλία έχει προταθεί να υπάρξει ιδιαίτερη ταξινομική κατηγορία για τα εδάφη αυτά καθώς και λήψη συγκεκριμένων μέτρων για τη διαχείρισή τους.
Τα προϊόντα των κηπευτικών καλλιεργειών αποτελούν σημαντικό μέρος της διατροφής του ανθρώπου λόγω της περιεκτικότητάς τους σε πρωτεΐνες, βιταμίνες, ανόργανα στοιχεία απαραίτητα για τον άνθρωπο (κάλιο, μαγνήσιο, σίδηρος, ψευδάργυρος κ.λπ.). Από πολλές μελέτες διεθνώς και στη xώρα μας έχει αποδειχθεί ότι εδάφη που γειτνιάζουν με κατοικημένες περιοχές επιβαρύνονται με βαρέα μέταλλα και κυρίως με μόλυβδο, χαλκό, κάδμιο, νικέλιο και ψευδάργυρο. Τα κηπευτικά προϊόντα ρυπαίνονται από τα βαρέα μέταλλα με πολλούς τρόπους όπως με απορρόφηση από τα εδάφη όπου φθάνουν από την ατμόσφαιρα, το νερό άρδευσης ή ακόμα και στις θέσεις όπου πωλούνται και τελικά μέσω της τροφικής αλυσίδας καταλήγουν στον ανθρώπινο οργανισμό προκαλώντας τις προαναφερθείσες συνέπειες. Φυτά, τα οποία είναι πιο επιρρεπή σε ρύπανση από βαρέα μέταλλα είναι εκείνα που έχουν το εδώδιμο μέρος τους πολύ κοντά στην επιφάνεια του εδάφους ή εντός αυτού, όπως τα μαρούλια, τα σπανάκια, τα κρεμύδια κ.ά. Η μεταφορά των βαρέων μετάλλων στους καρπούς οπωροφόρων δένδρων είναι πιο δύσκολη και σπάνια παρατηρούνται φαινόμενα ρύπανσης των καρπών, αν και σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να μεταφέρονται μέχρι τα φύλλα προκαλώντας ζημίες στα φυτά.
Μετά από τα παραπάνω το ερώτημα που τίθεται είναι τι πρέπει να κάνουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι είτε είναι παραγωγοί κηπευτικών είτε καταναλωτές είτε υπηρεσίες που σχετίζονται με τα θέματα αυτά. Κατ’ αρχή θα πρέπει να απομυθοποιηθεί η άποψη ότι οτιδήποτε διαχειρίζεται ο καθένας μας μόνος του είναι το καλύτερο από άποψης ποιότητας. Η ποιότητα των προϊόντων είναι μετρήσιμη έννοια και όχι υποκειμενική. Η πρώτη ενέργεια που οφείλει ο καθένας που καλλιεργεί εδάφη που βρίσκονται σε κατοικημένους χώρους να κάνει, είναι να ελέγξει τις ιδιότητες του και ιδιαίτερα εκείνες που σχετίζονται με την ύπαρξη τοξικών στοιχείων όπως τα βαρέα μέταλλα. Οι τιμές αυτές θα χαρακτηρίσουν την ποιότητα του εδάφους και τα μέτρα που ενδεχόμενα θα χρειασθεί να ληφθούν για τη βελτίωση τους.
Επίσης θα πρέπει να ελεγχθεί ως προς την καταλληλότητα για άρδευση το νερό που χρησιμοποιείται για την άρδευση καθώς και η θρεπτική κατάσταση των φυτών. Υπάρχουν στην περιοχή μας πολλά εργαστήρια που διενεργούν διαπιστευμένες αναλύσεις καθώς και υπηρεσίες και ινστιτούτα που κατέχουν τη σχετική τεχνογνωσία. Σε ό,τι αφορά τις αρμόδιες υπηρεσίες θα ήταν πολύ χρήσιμο να εκπονηθεί μία μελέτη, με την οποία θα καταγραφούν τα εδάφη αυτά, θα αξιολογηθούν ως προς τις ιδιότητές τους και θα διαμορφωθούν κάποιοι κανόνες για την ορθή πρακτική που πρέπει να ακολουθείται για τα εδάφη αυτά. Όλα αυτά για την προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας, ιδίως των νεογέννητων που έρχονται στη ζωή και που χωρίς να γνωρίζουν και να ευθύνονται για κάτι, ενδεχόμενα θα φορτωθούν με προβλήματα για όλη τους τη ζωή.