Η φετινή χρονιά δεν ήταν χρονιά αποθέωσης. Ο πρωθυπουργός δεν ήταν φέτος άνετος. Δεν πήγε χαμογελώντας και χαλαρά, δεν ένιωθε τον κόσμο να θέλει να τον λατρέψει, να κρέμεται από τα λόγια του, να πιστεύει τις υποσχέσεις του. Χρειάστηκαν πέντε χιλιάδες αστυνομικοί για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια της πρωθυπουργικής αποστολής, χρειάστηκε στενή περιφρούρηση των διαδηλωτών που φέτος χρησιμοποιούσαν τα παλιά συνθήματα του Αλέξη Τσίπρα εναντίον της πολιτικής του, χρειάστηκαν και οι σύντροφοι κομματικών οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι, σε ρόλο λαϊκών πολιτοφυλάκων, περιέζωσαν τους χώρους της έκθεσης για να μην έχουμε καμιά στραβή. Δεν αποφεύχθηκαν, βεβαίως, κάποια μικροεπεισόδια με πολίτες, αλλά η στραβή αποφεύχθηκε. Μεγάλο γεγονός που θα μπορούσαν να το χρησιμοποιούσαν επικοινωνιακά οι αντίπαλοι του πρωθυπουργού δεν υπήρξε.
Υπήρξε, ωστόσο, στην ατμόσφαιρα έντονη η μυρωδιά της αποτυχίας μιας κυβέρνησης που υποσχέθηκε λαγούς με πετραχήλια στους πολίτες και έχει αφήσει ακόμα περισσότερη ύφεση, ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, ψέματα και, κυρίως, σκιές αυταρχικής διακυβέρνησης και περιφρόνησης των δημοκρατικών θεσμών.
Τα ψέματα αυτά, και κυρίως η αλαζονική και αυταρχική στάση του πρωθυπουργού, ήταν ορατά στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου – παρά το γεγονός ότι η κυβερνητική εκπρόσωπος φρόντισε να απαλλάξει τον κ. Τσίπρα από ενοχλητικές ερωτήσεις δημοσιογράφων που μάλλον δεν θα του άρεσαν – ανάμεσά τους και οι δημοσιογράφοι μεγάλων και ιστορικών ΜΜΕ, όπως οι εφημερίδες «Πρώτο Θέμα» και «Το Βήμα» (οι δύο μεγαλύτερες σε κυκλοφορία κυριακάτικες εφημερίδες), αλλά και ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθήνα 9,84, το πρώτο μη κρατικό μέσο, με ειδικό συμβολικό βάρος στη διεκδίκηση και στην ταυτότητα του πλουραλιστικού πεδίου στα ΜΜΕ, μετά το 1989.
***
Βεβαίως, ο Αλέξης Τσίπρας έχει ένα κατακτημένο στυλ στις συνεντεύξεις του, που τον κάνει σχετικά άτρωτο σε οποιαδήποτε ερώτηση, ακόμα και την πιο καλά σχεδιασμένη, ακόμα και την πιο δύσκολη. Επαναλαμβάνει με δικά του λόγια την ερώτηση και, γρήγορα, οδηγεί την απάντηση στη ρητορική την οποία έχει αναπτύξει και άλλες φορές. Αν χρειαστεί, μάλιστα, μπορεί να διαβεβαιώνει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα λέει ο ερωτών, ότι είναι διαφορετικά, ότι το άσπρο είναι μαύρο.
Ποια είναι η μέθοδός του; Απλή, απλούστατη. Λέει κάτι γενικό, διαψεύδει και παραπέμπει στην κυβερνητική προπαγάνδα. Τον ρωτούν, π.χ., τι έχει να πει για τις συντάξεις που συρρικνώθηκαν. Λέει μια γενικούρα, ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Και ασφαλώς δεν έχει πρόβλημα να απαντήσει με μια γενικότητα, έστω και με δυο προτάσεις που η μία αναιρεί την άλλη: «Το 90% των συνταξιούχων δεν είδαν μειώσεις στις συντάξεις τους. Υπάρχουν μειώσεις σε επικουρικές, αλλά μόνο στο 20% των ασφαλισμένων με επικουρικές είδαν τις συντάξεις τους να μειώνονται». Σύμφωνα με την πρώτη φράση, μόνο το 10% έχει απώλειες στη σύνταξή του. Η δεύτερη φράση του, ωστόσο, κάνει λόγο για μειώσεις σε ένα ποσοστό 80%. Δυνητικά, σύμφωνα με τα λόγια του πρωθυπουργού, αυτοί που έχασαν συντάξεις μπορεί να είναι και το 30% των συνταξιούχων – και οι επικουρικές λεφτά είναι. Ωστόσο, δεν τον νοιάζει. Για όσους έχουν πληγεί από το μέτρο, λέει άλλη μια παρόλα. Για τον υπόλοιπο κόσμο, όμως, δείχνει μια εικόνα σαφώς πιο αισιόδοξη από εκείνη που εντυπώνεται στην καθημερινότητα των πολιτών – κι αυτό τον ενδιαφέρει: το μέτρο της πραγματικότητας είναι η εικόνα που με την οποία την περιγράφει η κυβέρνηση.
Ο πρωθυπουργός δεν νοιάζεται για τα στοιχεία, δεν προδιαγράφει τις εξελίξεις, δεν υπόσχεται. Κι όταν έδινε στοιχεία, όταν προδιέγραφε τις εξελίξεις, όταν υποσχόταν, μήπως τηρούσε τίποτα; Ό,τι κάτσει. Αυτό ήταν η πολιτική του. Γι’ αυτό δεν θεωρεί ότι έχει πει ψέματα. Μπορεί και να έχει δίκιο. Μπορεί να μην έλεγε συνειδητά ψέματα αλλά, απλώς, να αερολογούσε.
Έλα μωρέ, πού κολλάς τώρα;
***
Η αερολογία, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση αυτή δεν έχει σχέδιο. Έχει και παραέχει. Θα προσπαθήσει να γαντζωθεί όσο μπορέσει στην εξουσία. Να καταλάβει όσο μεγαλύτερο μέρος του κράτους μπορέσει. Θα συκοφαντεί και θα υβρίζει τους πολιτικούς αντιπάλους της, θα συνεχίσει να πολιτεύεται φτιάχνοντας εχθρούς. Θα αναζητά εφεδρείες όπου μπορεί, ακόμα και στις γραφικές περιπτώσεις της πολιτικής – τον Βασίλη Λεβέντη, π.χ., και το κόμμα του. Θα λέει άλλα στους ιθαγενείς κι άλλα στους Ευρωπαίους, από τους οποίους προσδοκά να τον τροφοδοτούν με πόρους, για να εδραιώσει την εξουσία του. Ένα τέτοιος πολιτικός, ωστόσο, δεν το έχει σε τίποτα, αν δει ότι χάνει το παιχνίδι της εξουσίας, να βυθίσει τη χώρα σε μια νέα περίοδο αβεβαιότητας, με ένα νέο κόλπο, όπως π.χ. το περσινό δημοψήφισμα. Τι θα μπορούσαμε να επιλέξουμε πλέον; Αναλόγως της συγκυρίας, ακόμα και η επιστροφή στη δραχμή είναι ένα θεμιτό ερώτημα.
Μα η χώρα θα δυστυχήσει. Έχω την εντύπωση ότι ο πρωθυπουργός το γνωρίζει. Ισχύς του, ο κομματικός στρατός, το κράτος και τα χειραγωγημένα ΜΜΕ. Η παρατιθέμενη αποστροφή της απάντησής του στη δημοσιογράφο του Alpha, που του επισήμανε ότι η αριστερή κυβέρνηση στέλνει στην ανεργία 2.000 εργάτες του Τύπου, είναι ενδεικτική:
«Δεν είστε η μόνη εργαζόμενη στα έξι χρόνια της μεγάλης καταστροφής που έχετε βρεθεί σε δύσκολη θέση».
Εξουσιαστικός κυνισμός. Και πρόβα αυταρχισμού ταυτόχρονα.
Η κυβέρνηση χάνει δημοσκοπικά, αλλά δεν έχει διάθεση να χάσει την εξουσία. Βρείτε πώς θα μπορούσε να τα καταφέρει.