Οι λιγοστοί Ρωμιοί της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου, οι Έλληνες της Αλεξάνδρειας, οι αδελφοί μας Κύπριοι του άλλου ελληνικού κράτους, οι Βορειοηπειρώτες και οι δοκιμαζόμενοι Έλληνες του Πόντου στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, οι ομογενείς στις εύρωστες ελληνικές κοινότητες της Αμερικής και της Αυστραλίας και φυσικά οι Έλληνες της Ευρώπης, της Αφρικής, οι απανταχού της γης συμπατριώτες μας συναποτελούν τον Οικουμενικό Ελληνισμό.
Είναι οι καλύτεροι πρεσβευτές της Ελλάδας και όποτε χρειάστηκε ύψωσαν τη σημαία των εθνικών μας δικαίων και για το κυπριακό και για το μακεδονικό και τώρα στηρίζουν, μέσω της εκκλησίας, τούς δοκιμαζόμενους από την οικονομική κρίση συμπολίτες μας.
Σ’ αυτό το κομμάτι του έθνους, που στα “ξένα είναι Έλληνας” και πονά την πατρίδα περισσότερο ίσως από πολλούς ελλαδίτες, οφείλουμε να δώσουμε το δικαίωμα της ψήφου στον τόπο της κατοικίας τους. Το δικαίωμα να συναποφασίζουν για την πορεία της πατρίδας που αγαπούν και νοιάζονται και πολλοί επιθυμούν να επιστρέψουν σε αυτήν.
Κι’ αν αυτό για λόγους μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων αρνήθηκε να θεσμοθετήσει η κυβερνητική πλειοψηφία, εκείνο που σε κάθε περίπτωση έχει χρέος η Ελλάδα είναι η παροχή ποιοτικής ελληνικής παιδείας στα παιδιά των ομογενών και μέσω αυτής η διατήρηση ισχυρών δεσμών με τη μητέρα πατρίδα.
Αναμφίβολα, οφείλουμε όλοι να αναγνωρίσουμε τον σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση των Ελλήνων, ιδιαίτερα στην Αμερική και την Αυστραλία, αλλά και στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης των ομογενών τέταρτης και πέμπτης γενιάς που επιτελεί η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Δυστυχώς, σε περίοδο αθρόας μετανάστευσης Ελλήνων -ιδιαίτερα στη Γερμανία- η κυβέρνηση βάζει “κόφτη” στη λειτουργία των ελληνικών σχολείων από το σχολικό έτος 2018-19. Από τη χρονιά αυτή επιβάλλεται η μετατροπή όλων των ελληνικών σχολείων σε δίγλωσσα, προκαλώντας προβλήματα, εκτός των άλλων, και σε πολλούς από τους νεομετανάστες που επέλεξαν τις πόλεις, όπου εγκαταστάθηκαν, λόγω και της λειτουργίας αμιγών ελληνικών σχολείων για την ολοκλήρωση των σπουδών των παιδιών τους.
Βεβαίως, στόχος μας θα πρέπει να είναι τα δίγλωσσα σχολεία. Για ποια δίγλωσσα σχολεία, όμως, μιλάμε; Τα υπάρχοντα δίγλωσσα σχολεία στην Γερμανία, τα λεγόμενα Γκεζάμτσουλε είναι δεκατάξια γενικά σχολεία -από τις χαμηλότερες βαθμίδες εκπαίδευσης- οι απόφοιτοι των οποίων κατευθύνονται σε κατώτερες σχολές μαθητείας.
Ο ορατός κίνδυνος μετά τη νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης για την Ελληνόγλωσση εκπαίδευση είναι οι ομογενείς να προτιμήσουν τα αμιγώς γερμανικά σχολεία, οπότε το αποτέλεσμα θα είναι αντί να ενισχύσουμε τους δεσμούς με την ομογένεια να διαρρήξουμε και τους ήδη υφιστάμενους.
Ποιος θα φανταζόταν ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς θα στερούσε στα παιδιά των ομογενών μας το δικαίωμα στο όνειρο για μια καλύτερη ζωή από τους γονείς τους, μη παρέχοντάς τους ευκαιρίες σε πανεπιστημιακή μόρφωση; Δυστυχώς, με την ψήφιση του νόμου για την “Ελληνόγλωσση εκπαίδευση” η μόνη διέξοδο που επιφυλάσσει γι’ αυτά η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας είναι οι κατώτερες σχολές μαθητείας στις οποίες οδηγούν τα υφιστάμενα δίγλωσσα σχολεία. Τα παιδιά, λοιπόν, των γκασταρμπάιτερ θα πρέπει να γίνουν και αυτά απλοί εργάτες, γκασταρμπάιτερ…
Η αναβάθμιση του επιπέδου της ελληνικής εκπαίδευσης στο εξωτερικό πρέπει να είναι εθνική υπόθεση. Στο “παγκόσμιο χωριό” έχει μεγάλη σημασία η παρουσία ομογενών που όχι απλώς ενσωματώνονται στη δεύτερη πατρίδα τους, αλλά έχουν όλα εκείνα τα εφόδια να διακριθούν και να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο ως καλοί πρεσβευτές της πρώτης τους πατρίδας.
* Ο κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι υπεύθυνος του Τομέα Παιδείας και Θρησκευμάτων της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Λαρίσης