Η αντίληψη αυτή θέλει θεωρητικά να καταπολεμήσει τον κοινοτισμό, στην πραγματικότητα όμως οικοδομεί έναν «κρατικό κοινοτισμό».
Χάρις στη γνωμάτευση του Συμβουλίου Επικρατείας, δεν θα δούμε στη Γαλλία μια αστυνομία ηθών επιφορτισμένη όχι με το να αναγκάζει τις γυναίκες να φορούν τη μαντήλα, αλλά με το να τις αναγκάζει να τη βγάζουν. Η ελευθερία πρέπει να έχει προτεραιότητα έναντι της δημόσιας τάξης, που εξ ορισμού την περιορίζει. Σε μια δημοκρατία, τα δικαιώματα των γυναικών αποτελούν δική τους απόφαση, δεν μπορούν να υπαχθούν σε μια ερμηνεία της συμπεριφοράς τους με σκοπό να «υποχρεωθούν να είναι ελεύθερες». Η κοσμικότητα δεν ισοδυναμεί με μια ιδεολογική υποχρέωση των πολιτών απέναντι στο Κράτος, αλλά με την υποχρέωση του Κράτους να είναι ουδέτερο απέναντι στους πολίτες.
Θεωρώ, όπως και πολλοί άλλοι, θεμελιώδεις αυτές τις διαπιστώσεις. Δεδομένου ότι εμποδίζουν την προσπάθεια εκμετάλλευσης των συναισθημάτων που προκάλεσε μια σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων στο όνομα του ισλάμ και συνδυασμού μιας φανατικής κοσμικότητας με μια στρατηγική υποδαύλισης του εθνικισμού, είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσουν αντεπίθεση. Δεν είναι μόνο το αντάρτικο ορισμένων δημάρχων εναντίον της απόφασης. Είναι και η συζήτηση που έχει ξεκινήσει για την απαγόρευση του μπουρκίνι δια νόμου. Κάτι τέτοιο θα αποτελέσει ακόμη ένα βήμα στην απαγόρευση του δημόσιου χώρου με βάση σύμβολα ενός συγκεκριμένου θρησκεύματος. Αλλά και κάτι ακόμη: θα οδηγήσει στη μετατροπή του κράτους δικαίου σε κράτος έκτακτης ανάγκης.
Εξίσου σημαντικές είναι οι επιπτώσεις σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της κοσμικότητας. Εδώ όμως υπάρχει μια δυσκολία, που ζητά μια φιλοσοφική εξήγηση, καθώς και ένα «γενεαλογικό» έργο για το τι ήταν η κοσμικότητα στη Γαλλία και σε τι εξελίσσεται. Σε αυτή τη βάση, είναι αναγκαίο να προβληματιστούμε για το τι πρέπει να διατηρηθεί και τι να αλλάξει προκειμένου η έννοια της κοσμικότητας να μη μετατραπεί στο αντίθετό της.
Ιστορικά, η ιδέα της κοσμικότητας στη Γαλλία είχε δύο σκέλη, που προέρχονται από τη σύγκρουση ανάμεσα στον καθολικισμό και τον ρεπουμπλικανισμό. Το ένα, που αντλεί μια μακρινή έμπνευση από τον Χομπς, είναι κρατικιστικό και «αυταρχικό». Το άλλο, που παραπέμπει στον Λοκ, είναι φιλελεύθερο, αν όχι «ελευθεριακό». Το πρώτο σκέλος αντιλαμβάνεται την κοσμικότητα ως θεμελιώδες σημείο της «κανονιστικής» κυριαρχίας της δημόσιας τάξης επί των ιδιωτικών απόψεων και δραστηριοτήτων. Το δεύτερο υπενθυμίζει ότι η αυτονομία της κοινωνίας των πολιτών είναι κάτι που το Κράτος πρέπει να εγγυάται και να υπηρετεί. Ο νόμος του 1905 για τον διαχωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος δεν σηματοδοτεί τόσο τον θρίαμβο του δεύτερου σκέλους επί του πρώτου, όσο μια διόρθωση των σχεδίων «εκκοσμίκευσης της κοινωνίας» που συνοδεύεται από την εγγύηση των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών.
Αντίθετα με ορισμένους εξαίρετους σχολιαστές, δεν θεωρώ ότι «η κοσμικότητα της ταυτότητας» την οποία βλέπουμε σήμερα να αναπτύσσεται τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά αποτελεί την εκδίκηση της χομπσιανής κληρονομιάς από τη φιλελεύθερη ερμηνεία. Κι αυτό, παρόλο που διακρίνω καλά τα επιχειρήματα που διευκολύνουν τη διολίσθηση προς μια «τάξη αξιών» οι οποίες βαπτίζονται κοσμικές και ρεπουμπλικανές, ενώ δεν είναι παρά εθνικιστικές και ισλαμόφοβες. Αυτό που βλέπω να συμβαίνει είναι ένα είδος μετάλλαξης.
Η συμβολική εξίσωση στην οποία στηρίζεται η κοσμικότητα της ταυτότητας συνδέει την ταυτότητα της Δημοκρατίας με την κοσμικότητα. Ορίζει, κατά συνέπεια, ότι η κοσμικότητα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την ενσωμάτωση των ξένων πληθυσμών οι οποίοι τείνουν να αποτελούν ένα «ξένο σώμα» στους κόλπους του έθνους. Θέλοντας να ορθώσει ένα φράγμα στον «κοινοτισμό», οικοδομεί (με τη βοήθεια «αξιών», αλλά και πολιτισμικών κανόνων και απαγορεύσεων) έναν κρατικό κοινοτισμό.
Υπάρχει όμως και κάτι πιο σοβαρό, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία: το αντεστραμμένο συνώνυμο της ενσωμάτωσης είναι ο εκπολιτισμός. Η έννοια αυτή, όμως, αποτελεί το επίλεκτο σώμα της ιδεολογικής επίθεσης του ισλαμικού φονταμενταλισμού, ο οποίος καταγγέλλει την κυριαρχία του «χριστιανικού» και κοσμικού πολιτισμού στις μουσουλμανικές κοινότητες της Ευρώπης (όπως και στις «εκσυγχρονισμένες» αραβο-μουσουλμανικές κοινωνίες).
Η αντιμετώπιση της κοσμικότητας ως συλλογικής και εθνικής ταυτότητας, σε συνδυασμό με την ιδέα ότι η Δημοκρατία απαιτεί την ενσωμάτωση (και όχι απλώς την ένταξη στην κοινωνική ζωή και την εκπλήρωση ορισμένων υποχρεώσεων), αποτελεί έτσι τον καθρέφτη ενός ολοκληρωτικού λόγου. Το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι μια τέτοια εξέλιξη δεν θα βοηθήσει ούτε να καταλάβουμε τη φύση των κινδύνων ούτε, αφού βρισκόμαστε «σε πόλεμο», να σφυρηλατήσουμε την αλληλεγγύη των πολιτών.
(Πηγή: Liberation)
* Ο Γάλλος φιλόσοφος Ετιέν Μπαλιμπάρ είναι επίτιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris X Nanterre. Στα ελληνικά, κυκλοφορούν τα βιβλία του «Κράτος, μάζες, πολιτική» (Εκτός Γραμμής, 2014), «Ο φόβος των μαζών: Σπινόζα, Μαρξ, Φουκό» (Πλέθρον, 2010), «Για τη δικτατορία του προλεταριάτου» (Οδυσσέας, 2009), «Πολιτική και αλήθεια: Τέσσερις μελέτες πολιτικής φιλοσοφίας» (Νήσος, 2005), «Η Ευρώπη, η Αμερική, ο πόλεμος: Σκέψεις πάνω στην ευρωπαϊκή μεσολάβηση» (Χρήστος Ε. Δαρδανός, 2004), «Ο Σπινόζα και η πολιτική» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1996) και «Η φιλοσοφία του Μαρξ» (Νήσος, 1996).
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Ιδέες και Απόψεις» του ΑΠΕ- ΜΠΕ δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του πρακτορείου.