Ίσως αυτός να είναι και ο κυριότερος λόγος όπου το Ηνωμένο Βασίλειο δεν υπήρξε ποτέ ένθερμος υποστηρικτής μίας ενωμένης Ευρώπης, ή τουλάχιστον μία Ευρώπης ενωμένης χωρίς αυτή να πρωτοστατεί στα τεκταινόμενα της. Αυτό είναι πασίδηλο ιστορικά αφενός από την συνθήκη της ΕΚΑΧ (Ευρωπαική Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα ) το 1951 στο Παρίσι, στην οποία δεν έλαβε μέρος, αλλά και αφετέρου με την ηχηρή απουσία της από την ιδρυτική συνθήκη της Ευρωπαϊκής οικονομικής κοινότητας το 1958 στη Ρώμη. Αν μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το Ηνωμένο Βασίλειο, θα υποστηρίζαμε ότι σε όλη την μετέπειτα Ευρωπαϊκή του πορεία αλλά και πριν από αυτήν υπήρξε ένα κράτος το οποίο αποζητούσε αεναώς περισσότερα δικαιώματα μέσα στην Ευρωπαϊκή οικογένεια με λιγότερες υποχρεώσεις.
Αξίζει να αναφερθεί ότι δεν είναι ιστορικά η πρώτη φορά όπου λαμβάνει χώρα ένα τέτοιου είδους δημοψήφισμα στο νησί. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί το δεύτερο κατά σειρά δημοψήφισμα στην Βρετανική ιστορία με το πρώτο να παίρνει σάρκα και οστά το 1974. Στο δημοψήφισμα του 1974 υπερίσχυσαν οι φιλοευρωπαϊκές δεξαμενές σκέψεων. Μία μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος υποστηρίζει ότι το δημοψήφισμα αποτελεί έναν μοναδικό θεσμό άμεσης δημοκρατίας όπου δίνει την ευκαιρία στον πολίτη να παρεμβαίνει με την ψήφο του στην χάραξη πολιτικής για ιδιαίτερα σημαντικές και μη αποφάσεις. Εν τέλει όμως πόσο δημοκρατική είναι η άμεση δημοκρατία; Πόσο ορθό είναι να αποφασίζει η μάζα όχι για το μέλλον της, το οποίο άλλωστε της ανήκει και θα ήταν το ιδεατό αυτή να το χαράσσει, αλλά το να αποφασίζει η κοινή γνώμη υπεύθυνα πλουραλιστικά με εξοβελισμένο το συναίσθημα και πλήρη κυριαρχία της λογικής, ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε σε μία μάζα διχοτομημένη μορφωτικά κοινωνικά αλλά και οικονομικά.
Η «κοινή» γνώμη η αλλιώς ετυμολογικά η επί χρήμασι εκδιδόμενη είναι εύκολα χειραγωγίσιμη και επηρεάζεται από την ποικιλία μορφωτικών κοινωνικών και οικονομικών υποβάθρων που υπάρχουν στα σπλάχνα της. Πόσο ορθό είναι να έχουν την ίδια βαρύτητα ψήφου σε ένα δημοψήφισμα δύο άνθρωποι τελείως διαφορετικού μορφωτικού επιπέδου ακόμη και διαφορετικής ηλικίας; Η περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας αποτελεί την επιτομή των παραπάνω. Αποφασίστηκε μέσω της λαϊκής ετυμηγορίας η απομάκρυνση της χώρας από την ΕΕ, ακόμα και αν ο ευρωσκεπτικισμός κέρδισε με διαφορά λίγων ψήφων(51,9% έναντι 49,1%), με τις ηλικίες από 50 μέχρι 80 να χαράσσουν την γραμμή του Brexit.
Στην Βρετανία μία χώρα με τεράστιες ανισότητες, μία κοινή γνώμη διχοτομημένη κοινωνικά (σε μετανάστες και μη), οικονομικά (στο χρηματοπιστωτικό κέντρο του Σίτι και στα φτωχά προάστια του Λονδίνου) αλλά και πολιτικά(στους συντηρητικούς συνεχιστές της σιδηράς κυρίας για μία κραταία Μεγάλη Βρετανία η οποία θα ανακτήσει την χαμένη της αίγλη και ισχύ) αποφάσισαν για το μέλλον των νέων οι ηλικιωμένοι, αυτοί οι οποίοι βίωσαν την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επέτρεψαν στους νέους να την ζήσουν και αυτοί.
Μεγάλο μερίδιο ευθύνης για αυτήν την αδικία κατέχει ο Βρετανικός πολιτικός κόσμος, ένας κόσμος ο οποίος εξήγειρε την βρετανική μάζα προς την περιπέτεια του δημοψηφίσματος, με το αποτέλεσμα αυτού να είναι μη αναστρέψιμο, την ίδια στιγμή όπου ο πολιτικός κόσμος είναι αναλώσιμος και όχι μόνιμος. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι τέτοιου είδους δημοψηφίσματα δεν αποτελούν τίποτε άλλο πέρα από αποποίηση πολιτικής ευθύνης της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, γιατί η εκάστοτε πολιτική ηγεσία είναι αναλώσιμη, ενώ οι αποφάσεις και οι πράξεις αυτής κατά την διάρκεια της εξουσίας της είναι δεσμευτικές. Την παραπάνω επιχειρηματολογία έρχονται να επιβεβαιώσουν οι παραιτήσεις του βρετανού πρωθυπουργού και του μεγαλύτερου θιασώτη του βρετανικού ευρωσκεπτικισμού. Ωστόσο η ουσία βρίσκεται στο γεγονός ότι κανένας ακόμη πολιτικός δεν έχει προχωρήσει στην αίτηση του άρθρου 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση περί αποχώρησης κράτους-μέλους. Το ερώτημα όμως παραμένει, ποιός θα προβεί στην αίτηση αποχώρησης, ποιανού το όνομα θα γράψει η ιστορία; Σίγουρα όμως δεν θα είναι αυτά των δημιουργών αυτού του εγχειρήματος.
Η δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα, αν εξαιρέσεις όλα τα άλλα Ουίνστον Τσώρτσιλ (1874-1965)