Ποιος θα φανταζόταν όμως, πως η θριαμβευτική είσοδος των ελληνικών στρατευμάτων υπό τον Σκαρλάτο Σούτσο την προηγούμενη χρονιά (1881), θα παρέμεινε στη συνείδηση των κατοίκων απλά ως ένα ιστορικό γεγονός και ο εορτασμός δεν θα επαναλαμβανόταν ποτέ ξανά με τον ίδιο ενθουσιασμό τουλάχιστον μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η πρώτη επέτειος χαρακτηρίσθηκε από τον Τύπο της εποχής ως «μελαγχολική»!
Από τις αρχές του καλοκαιριού του 1882 άρχισε να παρατηρείται αθρόα μετανάστευση των μουσουλμάνων κατοίκων (κυρίως εργατών και χωρικών) προς το εσωτερικό της Τουρκίας, κυρίως όμως προς την Κωνσταντινούπολη, την Σμύρνη και την Προύσα. Οι εύπορες μουσουλμανικές οικογένειες είχαν παραμείνει στην πόλη αφού, τόσο ο διορισμός του Οθωμανού Χασάν Ετέμ εφένδη ως υπηρεσιακού δημάρχου, όσο και η εκλογή του κτηματία Δερβίς βέη Χαλήλ βέη και του δικηγόρου Χασήπ Σερήφ βέη ως βουλευτών του νομού Λαρίσης (10 Δεκεμβρίου 1881) προδιέθετε μία σχετική εγγύηση για το κάπως αβέβαιο μέλλον τους. Και οι τρείς προαναφερθέντες είχαν τιμηθεί λίγους μήνες νωρίτερα από τον βασιλέα Γεώργιο Α΄ με τον Σταυρό των Ιπποτών του Β. Τάγματος του Σωτήρος (ΦΕΚ 30/Α/30-4-1882).
Σχεδόν έναν χρόνο μετά την απελευθέρωση η Λάρισα άρχισε να αναδεικνύεται σε σημαντικό οικονομικό κέντρο της εποχής, κυρίως λόγω της θέσης της στον γεωγραφικό χάρτη της χώρας. Ως εκ τούτου, προσήλκυσε το ενδιαφέρον εμπόρων, επιχειρηματιών και επιστημόνων από την παλαιά Ελλάδα και την τουρκοκρατούμενη ακόμα Μακεδονία, οι οποίοι την φαντάστηκαν ως το «Ελντοράντο» της εποχής. Εγκαταστάθηκαν στο ιστορικό κέντρο της πόλης, αγοράζοντας οικόπεδα είτε απ’ ευθείας από τον Δήμο, είτε μέσω των πληρεξουσίων δικηγόρων των τέως μουσουλμάνων ιδιοκτητών τους και έθεσαν τις βάσεις για την μετέπειτα ανοικοδόμηση της Λάρισας και την δημιουργία της μεγαλοαστικής τάξης της πόλης.
Και ενώ κλήρος και λαός της Λάρισας ετοιμάζονταν να εορτάσουν την επέτειο μεσολάβησαν δύο γεγονότα που κάθε άλλο παρά ευχάριστα μπορούν να χαρακτηρισθούν: Μεταξύ 15 και 18 Αυγούστου 1882 έλαβαν χώρα οι αιφνίδιες επιθέσεις τουρκικών στρατευμάτων υπό τον Σαλήχ πασά κατά των ελληνικών φυλακίων της τότε ελληνοτουρκικής μεθορίου στις «αμφισβητούμενες» (κατά την τουρκική διπλωματία) θέσεις Ζορμπάς, Καραλή Δερβέν και Προφήτης Ηλίας. Και ενώ η κατάσταση στα σύνορα παρέμενε τεταμένη μία μεγάλη πυρκαγιά η οποία προήλθε από καφέ-σαντάν Τούρκων ιδιοκτητών στη συνοικία Μπαϊρακλή τζαμί της Λάρισας (22 Αυγούστου 1882), αποτέφρωσε πάνω από 140 καταστήματα στο εμπορικό κέντρο της πόλης, προκαλώντας ζημιές 70.000 τουρκικών λιρών. Η πυρκαγιά ήταν μεγαλύτερη από αυτήν του 1847 και βύθισε στο πένθος τον εμπορικό κόσμο της πόλης αφού τα περισσότερα από τα καταστήματα και τις αποθήκες ήταν ανασφάλιστα.
Το ξημέρωμα της 31ης Αυγούστου 1882 βρήκε τη Λάρισα ντυμένη στα γαλανόλευκα. Οι σημαίες κυμάτιζαν στους κήπους, στις βεράντες και στους εξώστες των σπιτιών. Πλήθος λαού ανηφόρισε προς τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αχιλλίου για την τέλεση της πανηγυρικής δοξολογίας από τον τότε μητροπολίτη Νεόφυτο Πετρίδη. Το θέαμα όμως που αντίκρισαν υπήρξε απογοητευτικό. Εκτός από την παρουσία του κλήρου, ουδείς εκπρόσωπος του Δήμου και της Ελληνικής Πολιτείας βρισκόταν στο χώρο. Οι απουσίες των επαγγελματικών συντεχνιών και των στρατιωτικών αρχών θα μπορούσαν ίσως να δικαιολογηθούν από τα τραγικά γεγονότα των προηγουμένων ημερών. Η απουσία όμως των δημοτικών αρχών; Η απουσία όμως των βουλευτών; Η απουσία όμως των επιτετραμμένων ξένων διπλωματών; Η απουσία όμως των ηγετών των άλλων κοινοτήτων; Ουδείς εκπρόσωπος του δικαστικού και του διδασκαλικού κλάδου παρευρέθηκε αφού τις ημέρες εκείνες βρισκόταν σε εξέλιξη αποσπάσεις, μεταθέσεις και διορισμοί. Ουδείς εκφώνησε τον πανηγυρικό της ημέρας και μόνον ο μεστός λόγος του μητροπολίτη μπόρεσε να απαλύνει κάπως τη θλίψη στις καρδιές των κατοίκων. Μία επέτειος θλιβερή, διαφορετική, μοναδική για την ιστορία της πόλης. Να πως την περιέγραψε ο Φωκίων Τσαπαλίδης, αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Ανεξαρτησία» της Λάρισας (φ. 91 / 1 Σεπτεμβρίου 1882):
«Χθες επί τη επετείω της απελευθερώσεως ετελέσθη κατ’ επίμονον αίτησιν των πολιτών δοξολογία εν τω μητροπολιτικώ ναώ. Η τελετή δεν εγένετο μετά της προσηκούσης παρατάξεως και κατ’ επιθυμίαν του λαού, διότι κατά κακήν μας μοίρα έχομεν δημοτικόν άρχοντα παρανόμως επιβληθέντος ημίν υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως, έχομεν δήμαρχον Οθωμανόν, αναχωρήσαντος εντεύθεν τας τελευταίας ημέρας εκ φανατισμού ίνα μη παρευρεθεί ουδόλως εις τοιαύτην εορτήν, έχομεν επί τέλους βουλευτάς, εξ’ ών ουδείς έκρινεν άξιον να παρευρεθεί εν τη δοξολογία, και καθ’ ήν ο λαός επανηγύριζεν την απελευθέρωσίν του. Εις τα πρόσωπα των πολιτών χθες ήτο εζωγραφισμένη η θλίψις και κατήφεια, διατί; Διότι καίτοι ολόκληρον έτος συνεπληρώθη από της απελευθερώσεως δεν απήλαυσεν έτι τα αγαθά εκείνα άτινα εγγυώνται η ελευθερία και το συνταγματικόν πολίτευμα. Η εκλογή των δημοτικών αρχόντων, η βάσις αύτη των ελευθεριών του λαού δεν συνετελέσθη εισέτι και είχε πληρέστατα δίκαιον ο λαός, γογγύζων κατά της ακηδείας των κυβερνώντων».