Έκρινε σκόπιμο να περιμένει μέχρι να περάσει το δημοψήφισμα στη Βρετανία. Πράγματι, η στρατηγική αυτή, που έχει τίτλο «Κοινό όραμα, κοινή δράση: μια ισχυρότερη Ευρώπη», μοιάζει να ανήκει σε μια προηγούμενη εποχή, καθώς περιλαμβάνει τα κίνητρα που θα διατηρούσαν τη Βρετανία στην Ευρώπη και θα την καθιστούσαν μια δύναμη που θα συνέβαλλε σε μια καλύτερη και πιο καινοτόμο ένωση.
Το πιο πρωτότυπο κομμάτι αυτής της στρατηγικής αφορά τις «συνεταιριστικές περιφερειακές τάξεις». Οι περιφέρειες χαρακτηρίζονται «σύνθετα δίκτυα εξουσίας, αλληλεπίδρασης και ταυτότητας», που αντιπροσωπεύουν «κρίσιμους χώρους διακυβέρνησης σε έναν αποκεντρωμένο κόσμο» και επιτρέπουν τόσο στα κράτη όσο και τους λαούς να συνεργάζονται για να ασκούν επιρροή στις παγκόσμιες υποθέσεις.
Προσέξτε την εντυπωσιακή διαφορά ανάμεσα σε αυτό το όραμα της ΕΕ και το όραμα μιας ενιαίας πολιτικής τάξης. Ως περιφερειακός οργανισμός, η ΕΕ σημειώνει μεγάλη επιτυχία. Συμμετέχει ως ενιαία οντότητα στις παγκόσμιες εμπορικές διαπραγματεύσεις. Αποκομίζει οφέλη από το γεγονός ότι αποτελεί τη μεγαλύτερη ενιαία αγορά στον κόσμο. Ασκεί ενιαία εξωτερική πολιτική στις μεγάλες παγκόσμιες κρίσεις, όπως είναι το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ή η τρομοκρατία.
Εκεί που η ΕΕ αποτυγχάνει είναι όταν συμπεριφέρεται ως ομόσπονδο κράτος. Πολλά από τα ιδρυτικά μέλη της ΕΕ είχαν φανταστεί ότι το αποκορύφωμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης θα ήταν οι «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», ένας στόχος που έχει περιληφθεί και στον πρόλογο της Συνθήκης της Ρώμης. Ένα από τα σημεία που κέρδισε ο Ντέιβιντ Κάμερον στις διαπραγματεύσεις του με την ΕΕ τον περασμένο Φεβρουάριο ήταν να εξαιρεθεί η Μεγάλη Βρετανία από αυτό το σχήμα. Η παραχώρηση αυτή ανοίγει τον δρόμο σε μια σύλληψη της ΕΕ που αρμόζει πολύ καλύτερα όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στις συνεταιριστικές περιφερειακές τάξεις σε όλο τον κόσμο.
Ο πυρήνας της σημερινής ΕΕ ήταν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Χάλυβα και Άνθρακα, που δημιουργήθηκε το 1951 και είχε μέλη τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και τις χώρες της Μπενελούξ. Το 1957, οι χώρες αυτές δημιούργησαν την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, που συνυπήρξαν μέχρι το 1992. Οι προσπάθειες που έγιναν τη δεκαετία του ’50 να δημιουργηθεί μια Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα και μια Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα απέτυχαν. Η Ευρώπη όμως λειτούργησε για δεκαετίες ως μια κοινότητα κοινοτήτων.
Ένας περιφερειακός οργανισμός, αποτελούμενος από πολλές κοινότητες κρατών, θα μπορούσε να υπάρξει και σήμερα. Τα μέλη κάθε κοινότητας πρέπει να έχουν κοινά συμφέροντα και να επιδιώκουν κοινούς στόχους. Η ΕΕ έχει βέβαια και σήμερα διάφορες ομάδες, γεγονός που κάνει πολλούς να μιλούν για μια «Ευρώπη πολλών ταχυτήτων». Το σχήμα αυτό προϋποθέτει όμως την επιδίωξη ενός κοινού στόχου. Αντί γι’αυτό, φανταστείτε μια Ένωση που τελειώνει τόσο στην ενότητα όσο και στην πολλαπλότητα. Οι διάφορες κοινότητες θα αποτελούνται από χώρες που θέλουν να έχουν ένα κοινό νόμισμα επειδή αυτό συμφέρει τους πολίτες τους, που θέλουν να έχουν κοινά σύνορα ή που θέλουν να συνάπτουν κοινές συμφωνίες με τις χώρες εκτός της Ένωσης. Κάθε κοινότητα θα συνιστά μια εθελοντική διευθέτηση, που θα αποκομίζει τα κέρδη από την Ένωση, διαφυλάσσοντας ταυτόχρονα την αυτονομία της.
Το θεμελιώδες ερώτημα για τα σημερινά μέλη της ΕΕ είναι κατά πόσον θέλουν ή πρέπει να ανήκουν σε μια ενιαία αγορά ή να ακολουθούν την ίδια πολιτική στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας.
Τα ιδρυτικά μέλη των Ηνωμένων Πολιτειών προβληματίζονταν για το πώς μια Ένωση 13 πολιτειών με τεράστια σύνορα θα υπηρετούσε τα συμφέροντα των πολιτών και δεν θα εξελισσόταν σε τυραννία. Ύστερα από 70 χρόνια και έναν εμφύλιο πόλεμο, η απάντηση ήταν ένα ομόσπονδο κράτος.
Η ΕΕ προσπαθεί να απαντήσει στη σύγχρονη εκδοχή αυτού του προβλήματος: πώς θα εξασφαλίσει τα πλεονεκτήματα από την ένωση κρατών που δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν μόνα τους σε έναν παγκοσμιοποιημένο πλανήτη, διατηρώντας ταυτόχρονα μια πολιτική ευελιξία, καθώς και την πολιτισμική αυτονομία των κρατών αυτών.
Σε έναν κόσμο που περιλαμβάνει κάπου 200 χώρες, οι περιφερειακές τάξεις θα γίνονται όλο και πιο ουσιαστικές. Η ΕΕ πρέπει να αξιοποιήσει το Brexit για να επιδιώξει μια αποτελεσματική ένωση, και όχι μια «όλο και στενότερη ένωση» όπως αναφέρεται στη Συνθήκη της Ρώμης. Πρέπει να δει τον εαυτό της όχι ως τις αποτυχημένες Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ως μια παγκόσμια πρωτοπορία που δημιουργεί μια νέα πολιτική μορφή: μια περιφερειακή συνεταιριστική τάξη που παρέχει ενότητα και ευελιξία, έναν οργανισμό που μπορεί να δρα ταυτόχρονα συλλογικά και ατομικά.
(*) Η Αν-Μαρί Σλότερ είναι Αμερικανοβελγίδα καθηγήτρια, δικηγόρος και συγγραφέας.
(Πηγή: Financial Times)
MMH
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Θέσεις και αντιθέσεις» της Ευρωπαϊκής Σελίδας του ΑΠΕ- ΜΠΕ δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του Πρακτορείου.