«Αλέξανδρε...! Μα αυτό είναι καταπληκτικό, ακριβώς γι’ αυτό είμαι εδώ».
«Ποιο είναι καταπληκτικό αδελφή, το ότι εγώ ένας τυφλός... Δεν σας έχουν πει αδελφή πως οι τυφλοί έχουν ανεπτυγμένες τις άλλες αισθήσεις και καταπληκτικές διαισθήσεις;
Δεν σας είπαν πως δεν είναι και τελείως ...άχρηστα όντα και δεν βρέθηκαν τυχαία πάνω στη γη κι ότι έχουν κι αυτοί αποστολή σαν όλους τους ανθρώπους, άλλο αν δεν τους αφήνουν να την εκπληρώσουν;».
Η Δέσποινα πήγε κοντά του και προσπάθησε να τον ηρεμήσει.
«Αλέξανδρε πες μου, γιατί αυτό το ξέσπασμα! Τι θα πει «τυφλός», γιατί χρησιμοποιείς αυτή τη λέξη;»
«Τι πρέπει να πω αδελφή; Εγώ, ένα άτομο με ειδικές ανάγκες; Γιατί να το πω έτσι, αφού κι αυτοί που το λένε δεν το πιστεύουν. Ένας κουτσός, ένας κουλός, ένας τυφλός δεν λέμε;»
«Σταμάτα Αλέξανδρε, πήρες φόρα και δεν ξέρεις τι λες. Πες μου, γιατί είσαι τόσο πικραμένος;
Γιατί μιλάς έτσι σκληρά για την αναπηρία σου; Ποιος σου είπε πως αυτοί που έχουν τα μάτια τους, τα πόδια τους ...δεν υποφέρουν και δεν τους λείπει τίποτα! Όλοι είμαστε άτομα με ειδικές ανάγκες Αλέξανδρε, πίστεψέ με. Ξέρω ανθρώπους που εξωτερικά δεν τους λείπει τίποτα, όμως έχουν άλλα τραύματα κι άλλες αναπηρίες.
Ο κόσμος δεν είναι όμορφος όπως νομίζεις, ούτε γι’ αυτούς που έχουν τα μάτια τους, όταν σε πνίγουν τα προβλήματα, δεν έχεις διάθεση να δεις το ηλιοβασίλεμα. Και ξέρεις κάτι και να θελήσεις να το δεις δεν θα μπορέσεις.
Ασχήμυνε ο κόσμος Αλέξανδρε, δεν υπάρχει γαλανός ουρανός, μαύρισε απ` το νέφος. Ούτε γαλάζιες θάλασσες. Δεν υπάρχουν ποτάμια και ρυάκια που έτρεχαν κάποτε καθαρά και κρυστάλλινα, τώρα κυλάει ο βούρκος των αποβλήτων.
Μην λυπάσαι λοιπόν φίλε μου, που ο κόσμος σου είναι μουντός, έτσι είναι κι ο δικός μου... όμως πες μου Αλέξανδρε, την αλήθεια όμως, ήταν ατύχημα; Θαρρώ πως ξέρεις τι εννοώ».
«Μα τι σας κάνει να πιστεύετε ότι δεν ήταν; Ατυχήματα συμβαίνουν καθημερινά, σε ανθρώπους που έχουν το φως τους, πόσο μάλλον σε μας, που εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας, στο ένστικτό μας, σ` ένα μπαστούνι και στο σκύλο...».
«Νόμιζα πως είχαμε γίνει φίλοι Αλέξανδρε, δεν πειράζει... γελάστηκα», απάντησε η Δέσποινα δήθεν πειραγμένη... «Και ποια είμαι εγώ που έχω την αξίωση να μου ανοίξεις την καρδιά σου...!».
Ο Αλέξανδρος την έπιασε απ` το χέρι, μίλησε, η φωνή του έβγαινε με δυσκολία, απ` τη συγκίνηση.
«Συνέχισε να κάνεις τον εξομολόγο Δέσποινα. Πίστεψέ με, το έχουν ανάγκη οι πονεμένοι. Ναι αδελφή, δεν ήταν ατύχημα, μόνος μου έπεσα στις ρόδες. Λιγοψύχησα, δείλιασα, έχασα την εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, στην κοινωνία, στον εαυτό μου. Αισθάνθηκα κάποια στιγμή περιττός, άχρηστος, ένα τίποτα...
Γεννήθηκα και μεγάλωσα μ` αυτή την αναπηρία, εξ αιτίας της δηλητηριαζόταν κάθε μέρα η ζωή μου. Οι γονείς μου έκαναν ό,τι μπορούσαν για μένα.
Φοίτησα σε ειδικό σχολείο, σπούδασα, πίστεψα στον εαυτό μου... και έφτασε μια στιγμή για να τα χάσω όλα εκείνα, που με τόσο κόπο και προσπάθεια είχα καταφέρει.
Από καιρό είχε καρφωθεί η ιδέα στο μυαλό μου να δουλέψω. Να αξιοποιήσω αυτά που έμαθα, να βγω απ` την αφάνεια, απ` το περιθώριο. Με τη βοήθεια κάποιων φίλων, ζήτησα δουλειά σε διάφορες υπηρεσίες. Υπάρχουν νομίζω δουλειές, που μπορώ να ανταποκριθώ, ας μου λείπει το φως.
Επιτέλους, είμαι ένας νέος άνθρωπος, έχω ζωή και δύναμη μέσα μου και θέλω να προσπαθήσω. Όμως κανένας δεν συμμερίστηκε αυτή τη λαχτάρα μου. Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές για έναν τυφλό. Μάλιστα κάποιος μου είπε όσο πιο ευγενικά μπορούσε.
«Νεαρέ, αν έχεις εξασφαλίσει το καθημερινό σου, γύρνα σπίτι σου, δουλειές δεν υπάρχουν ούτε γι’ αυτούς που έχουν τα μάτια τους... Κατάλαβες Δέσποινα; Εμείς είμαστε άλλο, δεν πρέπει να έχουμε δικαιώματα, απαιτήσεις, φιλοδοξίες, όνειρα.
Πρέπει να ζούμε στον κόσμο μας κι αν είναι δυνατόν να μην βγαίνουμε και στον δρόμο, γιατί μερικοί είναι ευαίσθητοι και τους χαλάει η διάθεση. Μα ποιος τους είπε πως θέλουμε τον οίκτο τους! Στη σχολή άλλα μας μάθαιναν. Δεν μας μίλησε ποτέ κανένας για τη σκληρότητα που θα αντιμετωπίζαμε βγαίνοντας στην κοινωνία. Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα Δέσποινα».
Έγινε για λίγο σιωπή... Ένα ελαφρό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. Η Δέσποινα άνοιξε και βρέθηκε μπροστά σ` ένα όμορφο νέο κορίτσι, πίσω ακολουθούσε η μητέρα του Αλέξανδρου. Το κορίτσι στάθηκε για λίγο, έμοιαζε να κοιτάζει γύρω του μέσα απ` τα σκούρα γυαλιά και...
«Αλέξανδρε», ακούστηκε η ζεστή φωνή της.
«Νάνσυ, έλα κοντά μου, πώς το έμαθες... πώς ήρθες;»
«Η μητέρα σου Αλέξανδρε, μαζί ήρθαμε».
Η Νάνσυ προχώρησε ψαχτά και κάθισε δίπλα του. Εκείνος πήρε τα χέρια της μέσα στα δικά του και τα έφερε στα χείλη του.
Η Δέσποινα βγήκε απ` το δωμάτιο και η μητέρα στάθηκε όρθια στη γωνία κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.