Αν και δύσκολα θα μπορούσε να κατηγορήσει κανείς την Άνγκελα Μέρκελ αναφορικά με τη στάση της στο Προσφυγικό, καθώς επί μακρόν αντιστάθηκε στις ισχυρές πιέσεις που της ασκήθηκαν τόσο από τους κυβερνητικούς της εταίρους όσο και από τον ακροδεξιό σχηματισμό «Εναλλακτική για τη Γερμανία», η παραπάνω διατύπωση δεν φαίνεται να είναι απολύτως ακριβής.
Αναφερόμαστε στην επιλογή του ρήματος «καλοδέχτηκε», καθώς για τον αποτροπιασμό που προκαλούν οι πράξεις των τζιχαντιστών, ουδείς στον πολιτισμένο κόσμο φαίνεται να αμφιβάλλει.
Ωστόσο, πριν προβούμε σε οποιοδήποτε σχόλιο, είναι ανάγκη να επισημάνουμε ότι τα λεγόμενα της Μέρκελ αποτελούν σε κάποιο βαθμό «αναδίπλωση» στην πολιτική των «ανοιχτών θυρών», που μέχρι τώρα εφάρμοζε η ίδια στο Προσφυγικό, ώστε να αποκρούσει τις ρατσιστικές κορώνες της Ακροδεξιάς και να αναστρέψει το βαρύ πολιτικό κλίμα, εν όψει της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης, το 2017.
Από τη δήλωση, λοιπόν, της Μέρκελ φαίνεται να απουσιάζει κάθε ίχνος αυτοκριτικής για τυχόν ευθύνες των δυτικών κοινωνιών, μέσα στις οποίες ανατράφηκαν οι τζιχαντιστές, που τώρα σκορπούν σε αυτές τον όλεθρο. Αντίθετα, η γερμανίδα καγκελάριος καταλόγισε στους τζιχαντιστές «αχαριστία» και «αγνωμοσύνη» απέναντι στις νέες τους πατρίδες, που τους «καλοδέχτηκαν», όπως επισημαίνει.
Προφανώς, στη δεδομένη χρονική συγκυρία, καθώς η Μέρκελ εμφανίζεται από σημαντική μερίδα του πολιτικού κόσμου της Γερμανίας απολογούμενη για τις επιλογές της στο Προσφυγικό, η επίδειξη καλής θέλησης και διάθεσης αυτοκριτικής βρίσκεται εκτός ορίων πολιτικού ρεαλισμού.
Ωστόσο, η έκφραση αρνητικών στερεοτύπων και συμπεριφορών, με ιστορικό υπόβαθρο, και η απουσία αποτελεσματικών μηχανισμών ενσωμάτωσης και αφομοίωσης των γόνων μεταναστών που γεννήθηκαν και γαλουχήθηκαν σε ευρωπαϊκές χώρες, είναι πιθανό να έχει συντελέσει στη ραγδαία ριζοσπαστικοποίησή τους.
Στο παρόν κείμενο, επιχειρείται να διερευνηθεί η ύπαρξη των αιτιών αυτών στις κοινωνίες της Γαλλίας, που δέχτηκε το μεγαλύτερο κύμα μουσουλμάνων προσφύγων, και δευτερευόντως της Γερμανίας, στην οποία έχει μεταφερθεί πρόσφατα η δράση των τζιχαντιστών.
Βέβαια, στην όλη διαδικασία «παραγωγής» τζιχαντιστών στους κόλπους των ευρωπαϊκών κοινωνιών, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί η «δυναμική» της ρητορείας των στρατολόγων του ISIS περί πολέμου κατά των «απίστων» καθώς και η ιδιοσυστασία των ατόμων που αναλαμβάνουν επιθέσεις αυτοκτονίας.
Στη Γαλλία, λοιπόν, οι επώδυνες αναμνήσεις από τον πόλεμο για την ανεξαρτησία της Αλγερίας (τελείωσε το 1962) είχαν αφήσει βαθύ το αποτύπωμά τους στον τρόπο με τον οποίο οι Γάλλοι αντιμετώπισαν τους πρώτους αλγερινούς μετανάστες αλλά και εν γένει τη θρησκεία του Ισλάμ, καθώς η τελευταία είχε αποτελέσει σημείο αναφοράς στην πολεμική των μαχητών του αλγερινού «Εθνικού απελευθερωτικού μετώπου» (FLN).
Έτσι, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, διέκρινε κανείς φόβο και καχυποψία στη συμπεριφορά των γάλλων πολιτών προς τους μετανάστες, ενώ οι τελευταίοι, στην πλειονότητά τους, θεωρούσαν αρχικά την παραμονή τους στη χώρα, προσωρινή.
Τελικά, οι μετανάστες ¬κυρίως από τις χώρες της Βόρειας Αφρικής, που αποτελούσαν και τον κύριο όγκο¬ όχι μόνο παρέμειναν στη Γαλλία αλλά εγκατέστησαν και τις οικογένειές τους, παρά τις διαδοχικές ατελέσφορες προσπάθειες των γαλλικών κυβερνήσεων, από το 1974, χρονιά της πετρελαϊκής κρίσης, και εξής, να επαναπροωθήσουν ικανό αριθμό μεταναστών ή να αποκλείσουν την άφιξη νέων.
Κατά συνέπεια, εφόσον οι μεταναστευτικές ροές από τις χώρες του Μαγκρέμπ προς τη Γαλλία όχι μόνο δεν ανακόπηκαν αλλά αυξήθηκαν, η αφομοίωση των μεταναστών και των γεννημένων στη Γαλλία παιδιών τους από το κυρίαρχο ρεύμα της γαλλικής κοινωνίας, αποτέλεσε για το κράτος διαρκή και πιεστική μέριμνα.
Δυστυχώς η υποδοχή από τη γαλλική κοινωνία των μουσουλμάνων που προέρχονταν από τις υποσαχάριες χώρες και τα κράτη της Βόρειας Αφρικής, στο σύνολό τους, δεν ήταν το ίδιο «θερμή» με την υποδοχή που επιφύλαξαν οι γάλλοι πολίτες στους περισσότερους μετανάστες από την Ευρώπη.
Οι αφρικανικής καταγωγής μουσουλμάνοι δεν υπήρξαν μόνο τα «μαύρα πρόβατα» της προπαγάνδας του επικεφαλής του Εθνικού Μετώπου και διεκδικητή της προεδρικής εξουσίας το 2002, Ζαν -Μαρί Λεπέν, αλλά κυρίως θεωρήθηκαν από σημαντική μερίδα της κοινής γνώμης ως «ανεπίδεκτοι» να αφομοιωθούν από τη γαλλική κοινωνία.
Η εχθρότητα αυτή αποτυπωνόταν στην εκδήλωση αρκετών κρουσμάτων βίας προς γάλλους μουσουλμάνους από τη γαλλική αστυνομία αλλά και απλούς πολίτες. Σε αντίδραση, πολλοί νέοι μουσουλμάνοι της εργατικής τάξης, υιοθέτησαν μία εναλλακτική κουλτούρα διαμαρτυρίας, κάποιοι προσχώρησαν στις τάξεις του φονταμενταλιστικού Ισλάμ, άλλοι δε ενεπλάκησαν σε βίαιες εξεγέρσεις κατά του κράτους.
Στην περίοδο που ακολούθησε, η ζωή των μουσουλμάνων μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς στα μπανλιέ του Παρισιού και των άλλων γαλλικών μεγαλουπόλεων δεν άλλαξε δραματικά, εάν εξαιρέσει κανείς τη ριζοσπαστικοποίησή τους, που συντελέστηκε ταχύτατα, με τη στρατολόγησή τους στις τάξεις του «Ισλαμικού Κράτους».
Η Γερμανία, εξάλλου, χώρα με μακρά «ιστορία» στην υποδοχή μουσουλμανικών προσφυγικών ροών, δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη για να ανταποκριθεί στις θρησκευτικές ανάγκες των επήλυδων μουσουλμάνων, καθώς η γερμανική πολιτική ηγεσία εκκινούσε από την αντίληψη ότι το Ισλάμ ήταν «φιλοξενούμενη θρησκεία», ενώ το «καλωσόρισμα» των προσφύγων συνδέθηκε με την ανάγκη να ανασυγκροτηθεί η γερμανική οικονομία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και να ενισχυθεί η βαριά βιομηχανία της με φτηνό εργατικό δυναμικό.
Γενικά, στην αρχή, επικράτησε η ιδέα της προσωρινής παραμονής των προσφύγων, η οποία όμως ανατράπηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, όταν το γερμανικό κράτος συνειδητοποίησε την αναγκαιότητα της ενσωμάτωσης των προσφύγων, η πλειονότητα των οποίων προερχόταν από την Τουρκία.
Ωστόσο, τα θέματα της μετανάστευσης και της εγκατάστασης των προσφύγων σταδιακά άρχισαν να γίνονται αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης. Το ζήτημα των προσφύγων (γενικά των ξένων) βρέθηκε στο επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η γερμανική κοινωνία κατακλύστηκε από κύμα ξενοφοβικής βίας.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το 1992, σύμφωνα με στοιχεία του Γραφείου για την προστασία του συντάγματος, σημειώθηκαν στη Γερμανία 2283 περιστατικά βίας εναντίον ξένων, τα περισσότερα από τα οποία διαπράχθηκαν σε βάρος προσφύγων που είχαν αιτηθεί πολιτικό άσυλο.
Το 2000, ύστερα από πρόταση των Χριστιανοδημοκρατών, η Ομοσπονδιακή Βουλή ψήφισε νέο νόμο για την απόκτηση της γερμανικής ιθαγένειας, που προέβλεπε χρονικό διάστημα παραμονής των νέων πολιτών μεγαλύτερο των οκτώ ετών, που ίσχυε έως τότε. Ταυτόχρονα, όλες οι πολιτικές παρατάξεις, επέμειναν σθεναρά στη «συμμόρφωση» των ξένων με τις αξίες της γερμανικής Leitkultur, δηλαδή της κυρίαρχης κουλτούρας του γερμανικού έθνους.
Σταδιακά, η πολιτική περιθωριοποίηση των ξένων, η αυξανόμενη δυσαρέσκεια στους κόλπους της γερμανικής κοινωνίας για την παροχή ασύλου σε πρόσφυγες και η συχνή εμφάνιση επεισοδίων βίας, αρκετές φορές αιματηρών, σε βάρος μουσουλμάνων, οδήγησε στην αποξένωση των τελευταίων από τη γερμανική κοινωνία.
Πολλοί νεαροί μουσουλμάνοι που διαβιούσαν στη Γερμανία, επιδίωξαν να μην αφομοιωθούν από τις κοσμικές αξίες της Δύσης, αλλά να διαμορφώσουν μια αληθινή ισλαμική ταυτότητα, στο πλαίσιο της γερμανικής κοινωνίας.
Η ξενοφοβία, λοιπόν, και ο ρατσισμός φαίνεται να έχουν «επιστρέψει» στην καθημερινότητα των Γερμανών, κατά το τελευταίο διάστημα, μετά τις βίαιες αυτοκτονικές επιθέσεις τζιχαντιστών, γεγονός που προκάλεσε την εσπευσμένη παρέμβαση της καγκελαρίου, με διττή στόχευση: αφενός μεν, την εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας και την απομάκρυνση του πανικού από τους πολίτες, αφετέρου δε, την πρόληψη εκδήλωσης αντιθέσεων στο εσωτερικό της χώρας, με αφορμή το Προσφυγικό.
Από όσα ειπώθηκαν παραπάνω, προκύπτει ότι η ενσωμάτωση και αφομοίωση των προσφυγικών ροών στις κοινωνίες της Γαλλίας και της Γερμανίας δεν επιτεύχθηκε, στον επιθυμητό τουλάχιστον βαθμό, παρά το γεγονός ότι οι πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών μέχρι τώρα δεν έχουν παραδεχτεί «ανοιχτά» την αποτυχία των πολιτικών που εφάρμοσαν.
Η ραγδαία ριζοσπαστικοποίηση των μουσουλμάνων μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς και η μετεξέλιξή τους σε οπαδούς και μαχητές του «Ισλαμικού Κράτους», που στρέφονται εναντίον των συμπατριωτών τους, είναι πιθανό να οφείλεται και στο γεγονός αυτό.
Ο Βασίλης Πλατής, είναι φιλόλογος-δρ. Ιστορίας του Α.Π.Θ.