Είναι δηλαδή ένα υποκατάστατο και όχι η πεμπτουσία της λαϊκής κυριαρχίας, όπως υποστηρίζουν εδώ και είκοσι χρόνια τα κόμματα που αποκαλούνται λανθασμένα «λαϊκιστικά», ενώ στην πραγματικότητα είναι ξενόφοβα, εθνικιστικά και αυταρχικά.
Τα κόμματα αυτά, στα οποία περιλαμβάνεται το Εθνικό Μέτωπο, κατάλαβαν ότι με τα δημοψηφίσματα μπορούν να αποσπάσουν μια αμετάκλητη απόφαση, ενώ τα ίδια βρίσκονται στη μειοψηφία. Η ζημιά που κάνουν όμως τα δημοψηφίσματα στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι μεγάλη. Κι αυτό, επειδή στηρίζονται στην ιδέα ότι οι αντιπρόσωποι του λαού, αν και δημοκρατικά εκλεγμένοι, δεν μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις επειδή είναι ανίκανοι, διεφθαρμένοι, πουλημένοι και αδιάφοροι για τις ανάγκες των πολιτών.
Το δημοψήφισμα είναι το ακριβώς αντίθετο της δημοκρατίας, η οποία δεν συνιστά μια βίαιη δικτατορία της πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας, αλλά έναν πολύπλοκο μηχανισμό που εξασφαλίζει ότι οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται με βάση ψέματα ή κίνητρα άσχετα με το θέμα. Αντίθετα με μια απόφαση του κοινοβουλίου, η οποία μπορεί να ανατραπεί από μια άλλη πλειοψηφία, το δημοψήφισμα έχει ανακηρυχθεί σήμερα στην απόλυτη λαϊκή ετυμηγορία που είναι εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξει. Και το δράμα είναι ότι κανείς δεν τολμά να αμφισβητήσει τη νομιμότητα αυτού του εργαλείου για να μην κατηγορηθεί για περιφρόνηση του λαού και χαρακτηριστεί ελιτιστής.
Πολλοί επικαλούνται το ελβετικό μοντέλο. Ο καθένας, όμως, έχει τις παραδόσεις του. Στην Γαλλία, τα δημοψηφίσματα χρησίμευαν πάντα για την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία της εκάστοτε κυβέρνησης. Στη Γερμανία, οι Ναζί τα χρησιμοποίησαν για τον ίδιο σκοπό, με αποτέλεσμα να αποτελούν σήμερα ταμπού. Ένα δημοψήφισμα ανοίγει πληγές που είναι δύσκολο να επουλωθούν, καθώς προκαλεί πόλωση σε σύνθετα ζητήματα. Το τελευταίο δημοψήφισμα που έγινε το 1950 στο Βέλγιο, για παράδειγμα, και αφορούσε το θέμα της βασιλείας, κόντεψε να οδηγήσει τη χώρα σε εμφύλιο πόλεμο. Όσο για το Ηνωμένο Βασίλειο, το δημοψήφισμα για το Brexit έχει προκαλέσει έναν τόσο μεγάλο διχασμό, ώστε απειλείται η ίδια η ακεραιότητα της χώρας.
Όπως έλεγε ο Αλεξάντερ Χάμιλτον, ένας από τους αρχιτέκτονες του αμερικανικού Συντάγματος το 1788, «οι δημοκρατικές αρχές δεν επιτρέπουν να παρασυρόμαστε από το παραμικρό αεράκι των λαϊκών παθών ούτε να υπακούμε στις παρορμήσεις του πλήθους, το οποίο κολακεύουν κάποιοι για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους. Ο λαός δεν θέλει, όπως είναι φυσικό, παρά το δημόσιο καλό. Πολλές φορές, όμως, λανθάνει κατά την αναζήτησή του. Όταν τα πραγματικά συμφέροντα του λαού βρίσκονται σε αντίθεση με τις επιθυμίες του, χρέος εκείνων που έχουν αναλάβει να τον εκπροσωπούν είναι να καταπολεμούν αυτό το λάθος ώστε να του δίνουν τον χρόνο να αντιμετωπίσει τα πράγματα με ψυχραιμία». Τι θα είχε συμβεί αν είχαν ερωτηθεί οι Βρετανοί για τη συνέχιση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ή οι Γάλλοι για τη συμφιλίωση με τη Γερμανία, το 1950;
Ακόμη και ο νομοθέτης φροντίζει να προστατευτεί από τις παρορμήσεις του στα σημαντικά ζητήματα. Για να τροποποιηθεί ένα Σύνταγμα, για παράδειγμα, πρέπει να ικανοποιούνται πολύ αυστηροί όροι. Σε ορισμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, το νέο κείμενο πρέπει να ψηφιστεί από δύο διαδοχικά κοινοβούλια. Στη βρετανική περίπτωση, οι Brexiters δεν αντιπροσωπεύουν παρά το 36% του εκλογικού σώματος (52% του 70%), και, παρά ταύτα, η απόφασή τους έχει ανεπανόρθωτες συνέπειες.
Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει ο πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου Γκι Φερχόφστατ, σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι σαφές ποιος λαμβάνει τις αποφάσεις και μπορεί να του επιρριφθεί η ευθύνη. Σε ένα δημοψήφισμα, κανείς δεν είναι υπεύθυνος για τίποτα. Αν όμως πρέπει να γίνει οπωσδήποτε ένα δημοψήφισμα, θα μπορούσε να ισχύει αυτό που πρότεινε ο Κένεθ Ρόγκοφ, καθηγητής Οικονομίας και Πολιτικών Επιστημών στο Χάρβαρντ: Να απαιτείται ενισχυμένη πλειοψηφία (60% ή 65%) για θέματα που αφορούν το μέλλον της χώρας και η απόφαση να επικυρώνεται με ένα δεύτερο δημοψήφισμα, έναν χρόνο αργότερα.
Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει δικλείδες ασφαλείας. Το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και με την άμεση δημοκρατία, αν θέλει να διατηρήσει το δεύτερο συστατικό της.
(Πηγή: Liberation)
* Ο Ζαν Κατρμέρ είναι, από τον Σεπτέμβριο του 1990, ανταποκριτής της Liberation στις Βρυξέλλες (http://www.liberation.fr/auteur/1876-jean-quatremer). Έχει πραγματοποιήσει πολλά ντοκιμαντέρ για ευρωπαϊκά ή κοινωνικά θέματα για λογαριασμό πλειάδας τηλεοπτικών καναλιών (France 2, France 5, Arte, Canal+ Belgique). Μεταξύ αυτών, το «Grece annee zero» (Ελλάδα, έτος μηδέν), σε συνεργασία με τον Πιερ Μπουρζουά, το 2014. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων, το πλέον πρόσφατο των οποίων είναι το «Sexe, mensonges et medias» - Σεξ, ψέματα και μέσα μαζικής ενημέρωσης- (εκδ. Plon, 2012).