Τουτέστιν, φωνάζεις τα φιλαράκια, και πίνεις όσες μπίρες θέλεις στη βεράντα, αγορασμένες προς 4,25 η εξάδα (συν δύο δώρο) από το σούπερ μάρκετ της διπλανής γειτονιάς, διότι το δικό σου το «Super Market Λάρισα» έσυρε πρώτο τον «χορό του Ζαλόγγου», πριν ακολουθήσει ο «Μαρινόπουλος». Έχε γεια καημένε κόσμε (γενικώς και ειδικώς).
Εγώ μάλιστα έπιασα παράμερα το Τζενάκι μου και της ξηγήθηκα:
- Κοίτα, θα ’ρθουνε τα ρεμάλια για μπάλα... Έχουμε κάτι χρωστούμενα με τους Γερμανούς εμείς οι Γάλλοι. Έλααα... . Δεν θέλω γκρίνιες... Καλά είπαμε... Θα στη φτιάξω τη γαμομπρίζα, μην το κάνουμε θέμα τώρα.
- Γκρρρ ^&*(847&^%$)
-Λοιπόν επαναλαμβάνω. Το βράδυ έχει μπάλα. Τις μπίρες με ρέγουλα. Πίτσες; Ποιες πίτσες, με δουλεύεις; Έχω ρίξει κόφτη στις πίτσες. Έχουμε να βγάλουμε 3,5% πλεόνασμα, ξεχνάς; Λοιπόν, λίγο τυράκι, λίγο σαλαμάκι –από το φτηνό, ξέρεις, με τη φίρμα του Σούπερ Μάρκετ- θα το κάψουμε απόψε κυρ – Παντελή! Άιντε, και κάνα δυο κριτσίνια. Γιαβόλ;
Και έτσι σπαρτιάτικα (σε σχέση με τους καιρούς των μεγαλείων, που θέλαμε τρεις σπέσιαλ οικογενειακές με εξτρά μπέικον) τη βγάλαμε κείνο το βράδυ. Ρίξανε και τα μαυράκια της Γαλλίας στα τουρκάκια της Γερμανίας δύο μπαλάκια ξεγυρισμένα (Πογκμπά ο νέος μικρός Θεούλης) κι εμείς, μασουλώντας κριτσίνια, πολύ το χαρήκαμε. Διότι, ως γνωστόν, ό, τι λυπεί τους Γερμανούς, τους –κατά Ζουρ(λ)άρη «αλεμανούς όφεις- κάνει εμάς και όλη την υπόλοιπη Ευρώπη να χαιρόμαστε ασύστολα. Τι να κάνεις; Με ό, τι δύναται χαίρεται ο καθείς.
Τώρα που τα γράφω, ντρέπομαι κιόλας γι’ αυτά που σέρβιρα στους φίλους μου, θα με πείτε και καρμίρη, αλλά πώς να γίνει παιδιά; Ντεν βγκαίνω καρντιά μου. Ξημέρωσε και πάλι η εποχή της «λατέρνας φτώχειας και φιλότιμο»... Λίγο ακόμη και θα νεκραναστηθεί ο Μίμης Φωτόπουλος με τον Βασίλη Αυλωνίτη να μας βαράνε το ντέφι κι εμείς, με ένα γαρίφαλο στ’ αυτί να χορεύουμε και να τη βγάζουμε με ολίγη ρετσίνα, ολίγη από λακέρδα και δυο – τρεις τσίρους για ξεκάρφωμα.
Ντε-ν βγκαί-νω... καρ- ντιά μου- να σου το κάνω σπέλινγκ; Ντε-ν ε- κει γιού-ρος, πώς το λέτε εδώ στο Γκρίχενλαντ; Αν είναι η αφραγκία αμαρτία... θα βγω να το φωνάξω να το πω, πως είμαι αμαρτωλός δίχως ευρώ. Τι να κάνω; Εμένα μου χρωστάνε δυο μηνών μιστά, εγώ χρωστάω τρία μιστά σε άλλους, όλοι χρωστάμε σε όλους, και όλοι μαζί περιμένουμε τη δόση, μπας και πληρωθεί κατά λάθος κανένας από την αλυσίδα των χρωστούντων και ξοφλήσει εμάς τους υπόλοιπους. Και βγήκε και ο Τρύφωνας τις προάλλες να μας πει πως ο ΕΝΦΙΑ ίσως πληρωθεί φέτος σε τέσσερις δόσεις, κι εγώ έσκασα στα γέλια... Πού ζας ορεΤρύφωναααα; Κατακαημένε Τρύφωνα... Βρε δεν πα να είναι και σε δεκατέσσερις. Τσάκω και τρεις από μας, καν’ τες και δεκαεπτά Τρυφωνάκοοοοο.
Πραγματικά παίδες είναι η πρώτη ίσως φορά, που δεν ξέρουμε πού πάμε. Λεφτά δεν παίρνουμε, λεφτά και φόρους μας ζητάνε, οι τιμές στα ράφια «παν και ξαπάν» που λέμε εδώ στη Θεσσαλία, πώς να γένει; Μάλλον ζούμε τη φάση του βρεγμένου (τι βρεγμένου; μουλιασμένου πες) που «να» κι αν βραχεί «να» κι αν δεν βραχεί. Μες την καλή χαρά και την αφασία, περιμένουμε απλώς αυτό που έρχεται και δεν είναι μακριά. Τι έρχεται;
Λοιπόν ακούτε μια διδακτική ιστορία. Τα χρόνια τα παλιά, όταν ήμουν νέος (και τώρα είμαι, αλλά με γέρασαν τα βάσανα και τα πολλά... μνημόνια ), τότε λοιπόν είχα γνωρίσει στο Στόμιο έναν Ρουμάνο. Ο τυπάκος έκανε –ας τις ονομάσουμε- διακοπές. Με το ζόρι τάιζε τα κουτσούβελα φτηνά πιτόγυρα και ο ίδιος, πίνοντας ένα τενεκεδάκι μπίρα με τη Ρουμάνα του, καθόταν στην ακρογιαλιά για ρομάντζα (διότι από τότε που έφτιαξε ο Θεός τον κόσμο, τα φεγγάρια οι μπατίρηδες κάθονται και τα χαζεύουνε- οι χορτάτοι πέφτουν στα κοψίδια και... σεληνιάζονται στις πιατέλες που πάνε κι έρχονται).
Εμείς απ’ λιες τότενες είχαμε Αντρέα (καταλαβαίνεις τώρα μεγαλεία και... λαρτζιλίκια). Και δως του οι μπίρες, και να οι πιατέλες με τις κουτσομούρες και τις γαρίδες. Γαρίδες εμείς, γαρίδα και το μάτι του Ρουμάνου σαν κοίταζε τις... γαρίδες. Μας πιάνει το ψυχοπονιάρικο το ρωμέικο, χόρτασε ο ανθρωπάκος, καταφχαριστήθηκε. Και πάνω στα ούζα, άρχισε τις ξομολογήσεις. Πείνα, πείνα, πείνα... Ναι, κανείς στη Ρουμανία δεν αντιδράει, αλλά κάτσε να δεις τι θα γίνει σε λίγο. Τσαουσέσκου... γκζζζζτ... Και πέρασε τον αντίχειρα από τη μια άκρη του λαιμού ως την άλλη και άντε βίβα μας κι εμείς οι ζωντανοί. Ό, τι είπε έγινε. Το μόνο στο οποίο διαψεύστηκε είναι πως ο Τσαουσέσκου τουφεκίστηκε. Τα τείχη έπεσαν και στη Ρουμανία, όπως και σε όλο το πεινασμένο Ανατολικό μπλοκ. Ο κομμουνισμός μας τελείωσε, ζήτω η παγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός. Όλα ελεύθερα, άνθρωποι αγαθά, κυκλοφορούν ελεύθερα. Έχουμε... σκάσει από την πολλή ελευθερία. Τι θα πει «μένουμε κλεισμένοι μέσα». Σε εμποδίζει κανένας να βγεις άνθρωπέ μου; Ε; Ελεύθερος είσαι.
Συμπέρασμα. Μετά τον κομμουνισμό, πάπαλα και ο νεοφιλελευθερισμός. Άμα άρχισε να πεινάει και η Δύση, κλάφτα Τρύφωνά μου... Στην Αγγλία το είπαν κιόλας Brexit, στη Γαλλία θα το πουν αύριο Λε Πέν, Αυστριακοί και Πολωνοί βαράνε ακροδεξιά τον ταμπουρά και οι Σκανδιναβοί στα κάγκελα. Εγώ δεν ξέρω από δαύτα, ένας απλός ανθρωπάκος είμαι, αλλά κάτι μου λέει πως δεν είναι μακριά η ώρα που η παρούσα κατάσταση... . «γκζζζτ». Τι θα ακολουθήσει; Μα, άμα ήξερα θα ήμουνα οικονομολόγος μεγάλος και τρανός και ή θα έπαιρνα το Νόμπελ ή θα με είχε στέλεχος καμιά Λήμαν Μπράδερς. Γενικά όμως μην περιμένεις τίποτε σπουδαίο. Σάματις και οι Ανατολικοί τι πέτυχαν; Οι παλιοί κομματικοί ινστρούχτορες έγιναν τα νέα αφεντικά και κονόμησαν τρελά, κι ο λαός πάλι στη δίαιτα να νοσταλγεί τα... ωραία εκείνα χρόνια των απανταχού Τσαουσέσκου. Ο λαός πάλι στα πιτόγυρα, η νομενκλατούρα στις γαρίδες. Ψέματα;
Αχ Τζενάκι μου, «στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή... ». Το τραγουδήσαμε νέοι με ρετσίνα σε ταπεινά ταβερνάκια, αλλά κατά βάθος οι πικροί αυτοί στίχοι δεν μας πόναγαν. Νέα παιδιά τότε, με διάθεση αγωνιστική, σιγόκαιγε μέσα μας η ελπίδα για την αλλαγή του κόσμου. Τώρα, να ελπίσεις σε τι; Και να εμπιστευθείς ποιον;
Άστα να πάνε. Άντε, σύχασε τώρα κι άσε την γκρίνια. Πιάσε δύο μπίρες απ’ το ψυγείο και σαλάμι απ’ το φτηνό να την βγάλουμε κι απόψε που έχει τελικό με τον μπάρμπα Φερνάντο να έχει... ξεσβερκιαστεί από την αγωνία...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr