Όταν σε έναν τόπο οι αυτοχαρακτηρισμένοι ελεύθεροι και φιλελεύθεροι δεν έχουν άλλο στόχο παρά μόνον να ορθώσουν κάστρα από προνόμια, να κτίσουν μακρά τείχη για φύλαξη και να υψώσουν οχυρά από προστασίες, για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους, νόμιμα και παράνομα και να προστατευθούν από το φόβο τους. Το φόβο μπροστά στην ελευθερία, όπως θα έλεγε ο Έριχ Φρομ.
Όταν ένας λαός δεν μπορεί να θεραπεύσει τη λέπρα του, τ’ άτιμα τα κομματικά, τον τζόγο και την αγραμματοσύνη, όπως γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης. Και πολλοί δέχονται και ανέχονται να φοράνε παρωπίδες. Και άλλοι να νομίζουν πως, για να φτάσουμε στην κοινωνία της ευημερίας, της αφθονίας και του πλούτου, πρέπει να περάσουμε από τη στάχτη του πλουτωνίου. Αλλοι δε να πιστεύουν ότι η ραδιενέργεια είναι το καθεστώς της χώρας από όπου προέρχεται.
Όταν ο φανατισμός γίνεται πραγματική πνευματική σύφιλη, που μπορεί να διαβρώσει ολόκληρο τον κοινωνικό κορμό. Οι αντίθετες ιδεολογίες δεν επικοινωνούν και οι μεν δεν μπορούν να εμπλουτιστούν και να δυναμωθούν από τα θετικά στοιχεία των δε. Και ένα είδος ιδεολογικής αιμομιξίας της κάθε παράταξης υπονομεύει την ήδη εξασθενημένη δύναμη ανανέωσης του τόπου.
Όταν η κοινωνία άβουλη, άτολμη, απονευρωμένη και απροσανατόλιστη εξαντλεί τα ελάχιστα αποθέματα δυναμισμού που της απομένουν σε αυτοψυχοθεραπευτικές αλληλοκατηγορίες και σε καταλογισμό στον αντίπαλο κάθε ευθύνης για κάθε στραβό και ανάποδο. Βάζοντας έτσι, το παρόν να αντιπαρατίθεται στο παρελθόν και ρίχνοντας το μέλλον βορά αυτής της διαπάλης.
Όταν τόσοι κομματάρχες, δικολάβοι, πολιτικάντηδες και ψευτοσυνδικάλες, με μια κουβέντα κομματόσκυλα, παριστάνουν τον οραματιστή και τον ανοιχτομάτη, ενώ στην πραγματικότητα είναι τυφλά κομματικά όργανα. Και πουλώντας προστασία στον πολίτη και στον εργαζόμενο δεν έχουν άλλο σκοπό παρά μόνο πώς θα εξυπηρετήσουν καλύτερα τα στενά προσωπικά ή έστω τα κομματικά συμφέροντά τους.
Όταν σε κάποια χώρα η πολιτική αντιπαράθεση μοιάζει σαν σύγκρουση ανάμεσα σε δύο κυρίαρχες φυλές που οι φύλαρχοι και οι παρατρεχάμενοί τους επιζητούν τη μονοπώληση της κουτάλας. Της κουτάλας που χρειάζεται το καζάνι. Αυτό το καζάνι, που όλοι θέλουν να είναι γεμάτο και από όπου όλοι θέλουν να τρώνε, αλλά κανένας δεν ασχολείται ούτε ενδιαφέρεται να το γεμίζει.
Όταν σε κάποια περίοδο οικονομικής δυσπραγίας παίρνοντας μέτρα για να μειωθούν οι εισαγωγές κεφαλαιουχικών και καταναλωτικών αγαθών, αλλά εξαιρούνται κάποια εισαγόμενα εξωτικά φρούτα όπως Φιλιππινέζες, Ταϊλανδέζες κ.λπ. Για να εμπλουτίσουν το έμψυχο δυναμικό σε κάποια κέντρα διασκέδασης, κεντρικά και απόκεντρα, αλλιώς σκυλάδικα. Εκεί όπου ανάβονται τσιγάρα καίγοντας κάποιοι πετσετάκια, δηλαδή πενηντάευρα και παραδίδοντας πρακτικά μαθήματα, όχι βέβαια παραγωγικότητας και παραγωγής, αλλά προαγωγής. Όταν φιλοδοξία τόσων και τόσων νέων είναι να πάρουν κουτσά - στραβά ένα χαρτί με κάθε τρόπο και ιδιαίτερα με τη γνωστή και αξιοκρατική μέθοδο της αντιγραφής, που έχει εξελιχθεί σε εθνικό άθλημα. Και ύστερα να βολευτούν με την εξίσου δημοκρατική διαδικασία των μορίων σε κάποια δημόσια θέση. Για να χορτάσει και το τελευταίο τους κύτταρο καθισιό, αργία και απεργία. Και να διαιωνίζεται το πνεύμα της μακάριας δημοσιοϋπαλληλικής αποχαύνωσης.
Όταν η περιβόητη δωρεάν Παιδεία έχει φτάσει στο ολοκαύτωμα των σχολικών βιβλίων που αρχίζει με τη λήξη των μαθημάτων. Ποιος άραγε να θυμηθεί τον Μπρεχτ που τόνιζε πως όποιος σήμερα καίει βιβλία, αύριο θα καίει ανθρώπους. Σήμερα φτάνουμε μέχρι τη χρηματοδότηση των φοιτητικών διακοπών σε πολυτελή ξενοδοχεία. Χωρίς συνυπολογισμό μάλιστα, ούτε της απόδοσης ούτε της οικονομικής κατάστασης των ευεργετούμενων. Και όλα αυτά με τον ιδρώτα ανθρώπων που είναι ενδεχόμενο να μην έχουν πάει ποτέ διακοπές.
Όταν λοιπόν συμβαίνουν όλα αυτά και άλλα πολλά και πολύ χειρότερα, δικαιούται, νομίζω κάποιος:
Πρώτα, να εκφράσει τον θαυμασμό του για το ότι αυτός ο λαός καταφέρνει να επιβιώνει χιλιάδες χρόνια τώρα, παρ’ όλα αυτά τα εθνικά του ελαττώματα.
Και ύστερα, να εκφράσει την απορία του για το πόσο ακόμα μπορεί αυτή η κατάσταση να συνεχίζεται. Πόσο, άραγε, μπορεί να περιμένει το τρένο της προόδου, τον κάθε καθυστερημένο; Πόση, τέλος πάντων, μπορεί να είναι η υπομονή της ιστορίας;