Από το Δημήτρη Νούλα
Είναι αναμφισβητήτως τεράστιες οι ευθύνες του συνόλου του πολιτικού μας συστήματος (και κυρίως των έως χθες κομμάτων της συγκυβέρνησης) που αδυνατώντας να βρουν ένα ελάχιστο πεδίο συνεννόησης: 1ον> δεν ολοκλήρωσαν τη συμφωνία με τους εταίρους στις προβλεπόμενες προθεσμίες έτσι ώστε το σχέδιο Ντράγκι για αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ να μας συμπεριλαμβάνει χωρίς προαπαιτούμενα, 2ον> δεν απέφυγαν τις πρόωρες εκλογές που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαν να εκληφθούν ως περιττή σπατάλη δυνάμεων και 3ον> δεν μπόρεσαν να ορίσουν την επόμενη βουλή ως αναθεωρητική υπακούοντας σε ποικίλες σκοπιμότητες.
Επιπροσθέτως, η παρούσα εκλογική αναμέτρηση δεν απέφυγε σε κάποιες στιγμές της, ακόμη μια φορά, να λάβει ακραία χαρακτηριστικά και παρά τον περιορισμό της αφισσορύπανσης και των μεγάλων προεκλογικών συγκεντρώσεων υπήρξε εκτράχυνση του κομματικού ανταγωνισμού και καλλιέργεια κλίματος διχασμού.
Έστω κι έτσι, πάντως, θα ήταν ευχής έργο οι πολίτες, που επιθυμούν σε ποσοστό περίπου 80% την παραμονή πάση θυσία στην ευρωζώνη, να αναδείξουν, με την ψήφο τους, εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που υποστηρίζουν, ως αδιαπραγμάτευτη, την παραμονή της χώρας στην Ε.Ε. και στο ευρώ. Να εκφράσουν ταυτόχρονα την απαίτηση για αλλαγές σε πρόσωπα και σε πολιτικές αποδοκιμάζοντας εκείνους που σχετίζονται με τις πελατειακές σχέσεις και τον φαβοριτισμό, που αγνοούν κάθε έννοια αξιοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Να εκλέξουν, δηλαδή, πολιτική ηγεσία που θα μπορεί να επιβάλλει στο εσωτερικό την συμμετοχή και των πλουσίων στον καταμερισμό των βαρών και σε ευρωπαϊκό επίπεδο να εμφανίσει ένα αρραγές μέτωπο που θα διαπραγματευτεί αλλαγές πολιτικών για την Ελλάδα. Διότι ένα μίνιμουμ εθνικής συνεννόησης είναι η εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για να αποφευχθεί η κατάρρευση που θα μπορούσε να απειλήσει ακόμη και τους βασικούς πυλώνες του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Η άλλη προϋπόθεση είναι να έχουμε οργάνωση και σχέδιο και συγκεκριμένες προτάσεις με βάση τις οποίες θα πείσουμε φίλους και εταίρους να βοηθήσουν να ξεπεράσουμε όλοι μαζί την κρίση που πλήττει και άλλες χώρες της ευρωζώνης.
Οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, λοιπόν, είναι δυνατό και πρέπει να επιφέρουν τεκτονικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα και να κλονίσουν πρακτικές και νοοτροπίες που οδήγησαν στα τωρινά αδιέξοδα: τον λαϊκισμό, τον κομματισμό, τον συντεχνιασμό, την παρασιτική και κρατικοδίαιτη οικονομία, την ασύστολη φοροδιαφυγή και την ανομία, το πελατειακό κράτος. Είναι, συνεπώς, στη διακριτική ευχέρεια του εκλογικού σώματος να ισχυροποιήσει τις πολιτικές δυνάμεις που αποδεδειγμένα διασφαλίζουν αφενός το ευρωπαϊκό κεκτημένο και δεν συνδέονται αφετέρου, με κανένα τρόπο, με τις παρωχημένες πολιτικές πρακτικές του παλαιότερου αλλά και του πρόσφατου παρελθόντος.
Είναι καιρός, λοιπόν, η πολιτική τάξη να ξεφύγει από τους κομματικούς φονταμενταλισμούς που παραπέμπουν στο 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα και να αποφασίσει επιτέλους να διοικήσει την χώρα με όρους του σήμερα. Η Ελλάδα χρειάζεται την επανίδρυση και δημιουργία ενός σύγχρονου κι ευέλικτου κράτους που θα επιτρέψει τη γρήγορη φυγή προς τα εμπρός μέσα από μεγάλες μεταρρυθμίσεις που θα αξιοποιούν στο έπακρο όλους τους ανθρώπινους πόρους. Οι ώρες είναι κρίσιμες και ασφαλώς δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να παιχθεί το μέλλον της κορώνα-γράμματα με επιλογές που θα έθεταν σε κίνδυνο τον ευρωπαϊκό της δρόμο.
Διότι αυτός ο ευρωπαϊκός δρόμος μπορεί να είναι δρόμος δυσκολιών και θυσιών αλλά με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανάκαμψης, με τη συμπαράσταση των εταίρων και με τους δικούς μας κόπους είναι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγουμε μια για πάντα από την ημιμάθεια και τον επίμονο «οριενταλισμό» στον οποίο από γενέσεως του νεοελληνικού κράτους είμαστε καθηλωμένοι και εξαιτίας ενός παρακμιακού συστήματος εκπαίδευσης της ήσσονος προσπάθειας, δίχως κριτικό και χωρίς πρακτικό πνεύμα.
Κάθε αισιόδοξη προοπτική, λοιπόν, ταυτίζεται με την συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στην οποία για χάρη των επόμενων γενεών οφείλουμε να είμαστε παρόντες, ως ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος-μέλος, ειδικά τώρα που τα πράγματα σε πολλά μέρη του κόσμου κινούνται σε κατεύθυνση μεγαλύτερης αστάθειας. Ο άλλος δρόμος είναι αυτός των πολλών υποσχέσεων με βάση τις φαντασιώσεις και τις υπερβολές του λαϊκισμού και με βάση τα συμφέροντα είτε των ισχυρών συντεχνιών είτε άλλων οικονομικών-και όχι μόνον-δυνάμεων. Ο δεύτερος δρόμος, όμως, είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί η οδός των συλλογικών παραισθήσεων και, εν τέλει, η οδός απωλείας για την πατρίδα και τους έλληνες.
Ας ελπίσουμε, λοιπόν, πως, η πολιτική ηγεσία, που θα προκύψει από την εκλογή της Κυριακής και η οποία κατά πάσα πιθανότητα και με βάση τα δημοσκοπικά ευρήματα θα έχει ως κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, θα αντιληφθεί ότι οι ώρες αυτές είναι ώρες ιστορικής ευθύνης. Ότι θα βρει τη δύναμη να υπερβεί τον εαυτό της και θα συμβάλλει στη συγκρότηση ενός ευρύτερου πατριωτικού μετώπου για τον σχηματισμό, αύριο κιόλας, κυβέρνησης-μέσα από τον ελληνικό «ιστορικό συμβιβασμό»-αριστερών, κεντρώων και «φωτισμένων» συντηρητικών δυνάμεων που θα χειρισθεί όλα τα κρίσιμα ζητήματα της χώρας με εμπειρία και ικανότητα.
Διότι οι καιροί επιβάλλουν σωφροσύνη, ρεαλισμό και σκληρή δουλειά ιδιαίτερα μάλιστα όταν η ελληνική αριστερά πέρα από τους δικούς της «δαίμονες» είναι αναγκασμένη να ξεπεράσει «τριβόλους και (καλοστημένες) παγίδες» που φυσικά δεν αντιμετωπίζονται με «γιουρούσια» και ανεύθυνο «βολονταρισμό» αλλά με ωριμότητα, σύνεση και πολιτική μαεστρία (για παράδειγμα η εκλογή, με συναίνεση, Προέδρου της Δημοκρατίας είναι μια καλή αρχή).
Τότε και σε μια τέτοια περίπτωση επαξίως αυτή η αριστερά θα μπορούσε αναδειχθεί ως Αριστερά της Ευθύνης συνεπής στο πνεύμα των παρακαταθηκών του Ηλία Ηλιού και του Λεωνίδα Κύρκου.
* Ο Δημήτρης Νούλας, είναι Χημικός