Από τον Κώστα Γιαννούλα
Τελικά, οι πρόωρες οι εκλογές, διακαής πόθος εδώ και καιρό της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά και των ετερόκλητων συνοδοιπόρων της, δεν απεφεύχθησαν, παρότι ούτε η μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτών τις επιθυμούσε, ούτε, δημοσκοπικά τουλάχιστον, η πλειοψηφία του λαού. Έτσι, την Κυριακή καλούμαστε, και πάλι, ν’ αναδείξουμε με την ψήφο μας μια νέα κυβέρνηση, αυτοδύναμη ή μη.
Πάντα, βέβαια, στις εκλογές διακυβεύονται πολλά. Τούτες, όμως, σύμφωνα με τη γνώμη πολλών παραγόντων, ντόπιων και ξένων, είναι οι πιο σημαντικές μεταπολιτευτικά, αφού η χώρα μας βρίσκεται σ’ ένα εξαιρετικά κρίσιμο σταυροδρόμι και απ’ το αποτέλεσμά τους θα κριθεί η μελλοντική πορεία και η τύχη της χώρας μας και του λαού της για πολλά, ίσως, χρόνια.
Το δυστύχημα είναι, ότι πορευόμαστε προς αυτές μέσα σ’ ένα εξαιρετικά πολωμένο πολιτικό κλίμα και με τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου διχασμένες, ως συνήθως, και σε πλήρη αδυναμία να συνεννοηθούν, έστω κατ’ ελάχιστον, μεταξύ τους, ταμπουρωμένες πίσω απ’ τη μνημονιακή ή αντιμνημονιακή ασπίδα, ενώ την ίδια ώρα η πατρίδα μας βιώνει δύσκολες και επώδυνες καταστάσεις.
Σ’ ό,τι με αφορά ως ψηφοφόρο, επειδή, εδώ και χρόνια, απέκτησα τη συνήθεια να σκέπτομαι φωναχτά και να δημοσιοποιώ τις σκέψεις μου για διάφορα θέματα, νιώθω την ανάγκη, και αυτή τη φορά, να εξωτερικεύσω τους προβληματισμούς μου και να φανερώσω προς τα πού και γιατί θα κατευθύνω την ψήφο μου.
Αν είχα, βέβαια, για οδηγό στις επιλογές μου μόνο την υποσχεσιολογία της αντιπολίτευσης και το θυμοειδές κομμάτι της ψυχής μου, για τα όσα έχει υποστεί και η δική μου οικογένεια απ’ τις συνέπειες των μνημονίων, θα ήταν φυσικό, ενδεχομένως, να στηρίξω με την ψήφο μου ένα απ’ τα αντιμνημονιακά κόμματα. Επειδή, ωστόσο, διαθέτω ιστορική μνήμη, νου και κρίση• επειδή αντιλαμβάνομαι την κρισιμότητα της κατάστασης και απ’ τον «Επιτάφιο» του Περικλή γνωρίζω ότι βασική προϋπόθεση για την ευημερία των πολιτών είναι ν’ αρμενίζει με σιγουριά και ασφάλεια το σκάφος της πολιτείας• επειδή τυγχάνει, επίσης, να είμαι θιασώτης της φιλελεύθερης και όχι της κρατικίστικης αντίληψης για την αντιμετώπιση των κοινωνικοπολιτικών θεμάτων, αποφάσισα και αυτή τη φορά να δώσω την ψήφο μου στη Ν.Δ. και στον Αντώνη Σαμαρά.
Έδειξε, άλλωστε, κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του, ότι διαθέτει ηγετικά προσόντα, διπλωματία, διαλλακτικότητα, πνεύμα συνεργασίας και πατριωτισμό. Εργάστηκε άοκνα νυχθημερόν, ξεπέρασε δυσκολίες και υπερπήδησε εμπόδια, που τοποθετηθήκαν στο δρόμο του και απ’ τις αντιμνημονιακές δυνάμεις της χώρας με προεξάρχουσα την αξιωματική αντιπολίτευση και απ’ τους δανειστές με τις υπερβολικές απαιτήσεις τους. Παρότι, μάλιστα, εγκαταλείφθηκε στην πορεία από βουλευτές του δικού του κόμματος και από έναν κυβερνητικό εταίρο, παρότι αντιμετωπίσθηκε πανταχόθεν ως σάκος του μποξ, έμεινε όρθιος αυτός και η χώρα επί 2,5 χρόνια, καίτοι το κόμμα του δε διέθετε αυτοδυναμία και δημιούργησε ελπίδες για το ξεπέρασμα της κρίσης. Επιπλέον κατάφερε στη διαδικασία εκλογής προέδρου Δημοκρατίας να πείσει και άλλους 13 ανεξάρτητους βουλευτές να τον ψηφίσουν. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες δημιουργεί βάσιμες προσδοκίες, ότι μπορεί, αν χρειασθεί, να σχηματίσει και πάλι και ίσως με περισσότερη ευκολία αυτή τη φορά, ισχυρή κυβέρνηση συνεργασίας και να αποφύγουμε νέες εκλογές, που μπορεί ν’ αποδειχθούν πολύ καταστροφικές για τον τόπο.
Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε, ούτε ότι ο Σαμαράς αυτό το διάστημα δεν κυβερνούσε μόνος του αλλά συγκυβερνούσε, οπότε δε μπορούσε να εφαρμόσει αυτούσιο το πρόγραμμα του κόμματός του, ούτε πολύ περισσότερο ποιός μας έρριξε, αδιάβαστους μάλιστα, στη μέγγενη των δανειστών και του μνημονίου, τί προηγήθηκε της πρωθυπουργίας του και τί θα συνέβαινε, αν δεν ενέδιδε στις πιέσεις, που δέχθηκε, και επέμενε κι αυτός, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, να πολιτεύεται αντιμνημονιακά και Ζαππειακά, την ώρα που η πατρίδα κλυδωνίζονταν και, για να σωθεί, χρειαζόταν κυβέρνηση μακράς πνοής. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι αξίζει μιας δεύτερης ευκαιρίας, προκειμένου να συνεχίσει και να ολοκληρώσει μια διαπραγματευτική προσπάθεια με τους δανειστές, που δεν τον άφησαν οι 132 βουλευτές να ολοκληρώσει, την ώρα, μάλιστα, που είχαν αρχίσει ν’ αχνοφέγγουν θετικές εξελίξεις για την οικονομία και όχι μόνο.
Πέραν τούτων, είμαι πεπεισμένος ότι η χώρα μας χρειάζεται τις αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, που έγιναν, κι ας ήταν επώδυνες• χρειάζεται, όμως, και άλλες πιο δίκαιες, μεταξύ των οποίων και συνταγματικές, όχι γιατί το θέλουν και το επιβάλλουν οι δανειστές μας αλλά, κυρίως γιατί τις έχει ανάγκη το μέλλον της χώρας και η αξιοπρέπειά μας. Έπρεπε, γι’ αυτό, να τις είχαμε κάνει, εδώ και χρόνια, με δική μας πρωτοβουλία και όχι των ξένων.
Χρειάζεται, επίσης, η χώρα μας ξεκάθαρες προεκλογικές προγραμματικές θέσεις και σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό, τον οποίο μπορεί να εγγυηθεί καλύτερα η πολιτική δύναμη, που μόνη της πρωτοστάτησε στο παρελθόν να τον αποκτήσει και την ενέταξε στην ευρωπαϊκή οικογένεια, και δεν είναι άλλη από τη Ν.Δ. Το σίγουρο, πάντως, είναι πως δε χρειάζεται το λαϊκισμό, το χάϊδεμα αυτιών, τα νταηλίκια και τα πισωγυρίσματα, καθώς και το μετεκλογικό «είπα-ξείπα», που τόσα δεινά επί δεκαετίες συσσώρευσαν στον τόπο.
Και για να προλάβω πιθανές ενστάσεις και αντιρρήσεις στα λεγόμενά μου, σπεύδω να πω ότι, όπως δεν υπάρχει άνθρωπος αναμάρτητος, πολύ περισσότερο δεν υπάρχει πολιτικός και πολιτικό κόμμα αψεγάδιαστο, όταν, μάλιστα, έχει παρελθόν. Αυτό σημαίνει ότι και ο Αντώνης Σαμαράς και η Ν.Δ., ως κόμμα εξουσίας επί δεκαετίες, έκανε και κάνει λάθη, και πολλά στελέχη της, πρώην και νυν, έχουν πικράνει, κατά καιρούς με τις συμπεριφορές τους, και τους οπαδούς της και το σύνολο του λαού γενικότερα. Παρόλα αυτά, οι ψηφοφόροι είμαστε καταδικασμένοι, για να κυβερνηθεί ο τόπος και να πάμε παρακάτω, να επιλέξουμε ένα απ’ τα κόμματα, που διεκδικούν την ψήφο μας• και αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο απ’ το μη χείρον.
Μη χείρον, λοιπόν, για μένα συνεχίζει να είναι το κόμμα της Ν.Δ., αφού, εκτός των άλλων, έχοντας στις παρυφές της τους ΑΝΕΛ και τους Χρυσαυγίτες αποτελεί μια κατ’ εξοχήν γνήσια κεντροδεξιά φιλελεύθερη και δημοκρατική παράταξη. Μακάρι, προσεχώς, να προκύψει ένα καλύτερο και στα λόγια και προπάντων στις πράξεις. Τώρα, προέχει η Ευρωπαϊκή πορεία και η τύχη της χώρας.