Από τον Γιάννη Μπασλή
Μυστήρια ράτσα είναι οι Έλληνες υπουργοί Παιδείας. Πριν καλά-καλά καθίσουν στην καρέκλα του υπουργού, διαπιστώνουν πως το εκπαιδευτικό σύστημα βρίσκεται σε στραβό δρόμο, πάσχει. Κι αμέσως τους έρχεται φώτιση, που τους δείχνει ποιο είναι το σωστό εκπαιδευτικό σύστημα που χρειάζεται η χώρα και θα πρέπει να τεθεί αμέσως σ’ εφαρμογή. Δε χρειάζεται να χάσουν χρόνο μελετώντας τα προηγούμενα ή τα εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών. Αυτοί ως illuminati, φωτισμένοι, ξέρουν. Κι αυτό δε συμβαίνει μόνο, όταν ο προηγούμενος υπουργός ανήκε σε άλλο κόμμα, αλλά και στο ίδιο το κόμμα, καλή ώρα σαν το σημερινό, που διαδέχτηκε τον ομοκομματικό του κ. Μπαλτά. Θέλει ν’ αφήσει το προσωπικό του στίγμα, όχι απλά του κόμματος. Κι έτσι η εκπαίδευση στην Ελλάδα βρίσκεται σε διαρκή αναστάτωση.
Από την άλλη οι συνδικαλιστές εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών σηκώνουν μόνιμα τη σημαία της αντίδρασης στις όποιες αλλαγές επιχειρούν οι υπουργοί. Ως illuminati κι αυτοί, αλλά φωτισμένοι από άλλο άγιο πνεύμα, προσπαθούν με κάθε τρόπο να εμποδίσουν την ψήφιση κι εφαρμογή και των παραμικρών αλλαγών στα σχολεία, χρησιμοποιώντας τη μόνη απόφαση που ξέρουν να παίρνουν, την απεργία. Με μεγαλύτερη μάλιστα μανία αντιδρούν, όταν κάποιος ικανός υπουργός τυχαίνει να καταθέτει προτάσεις που οδηγούν στην καθιέρωση ενός δημιουργικού εκπαιδευτικού συστήματος, όπως συνέβη π. χ. με τον πρωτοποριακό νόμο Διαμαντοπούλου, που έβαζε πραγματικά τάξη και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Κοντά σ’ αυτούς ξεσηκώνονται διάφορες ετερόκλητες ομάδες πολιτικές, εθνοπατριωτικές, εκκλησιαστικές, παραχριστιανικές κλπ, αν επιχειρείται μια αλλαγή στο περιεχόμενο και στη διδακτική προσέγγιση στα αρχαία και νέα ελληνικά, την ιστορία και στα θρησκευτικά, στα οποία όλοι οι Έλληνες νιώθουν ειδικοί, εξπέρ, γιατί σ’ αυτά κι όχι στα μαθηματικά π.χ, τους δίνεται η δυνατότητα να φωνασκούν «για καταστροφή της πατρίδας, της ορθοδοξίας κλπ». Το 2011 ξεσηκώθηκαν καλόγεροι, θεούσες, θεολόγοι, ελληναράδες και λοιποί, επειδή ο νόμος Διαμαντοπούλου προέβλεπε το μάθημα των θρησκευτικών, μαζί βέβαια με πολλά άλλα, να γίνει προαιρετικό στη Β΄ και Γ΄ Λυκείου. Οι ξεσηκωμένοι φοβούνταν ότι οι μαθητές δε θα το επέλεγαν και θα χάνονταν η ορθόδοξη συνείδηση. Δέκα χρόνια από το δημοτικό μέχρι την Α΄ Λυκείου δεν έφταναν και χρειάζονταν τις δυο τελευταίες τάξεις για να εμφυτευτεί η ορθόδοξη συνείδηση. Ο ίδιος ξεσηκωμός ξεκίνησε και τώρα, μόλις ο αγράμματος υπουργός εξέφρασε την άποψη πως τα θρησκευτικά πρέπει ν’ αλλάξουν περιεχόμενο. Μπορεί βέβαια ο υπουργός Ν. Φίλης κάθε φορά που μιλάει να εκστομίζει κάποια πομφόλυγα, κοινώς μπαρούφα, αλλά αυτή τη φορά έχει δίκιο, όπως δίκιο έχει και για τα αρχαία ελληνικά.
Το μάθημα των θρησκευτικών θεωρούνταν πάντοτε ένα μάθημα δεύτερης σειράς, απαξιωμένο απόλυτα στη συνείδηση τόσο των μαθητών όσο και των γονιών. Ιδιαίτερα στις τάξεις του Λυκείου η απαξίωση όχι μόνο του μαθήματος, αλλά και των Θεολόγων είναι καθολική. Μόνο λίγοι, πολύ ικανοί καθηγητές, μπορεί να σταθούν στην τάξη. Το μάθημα έχει την πρωτοκαθεδρία στην αδιαφορία και συνήθως η φασαρία την ώρα του μαθήματος «χτυπάει κόκκινο». Σε μια τέτοια κατάσταση ο Θεολόγος διδάσκοντας το μάθημα μ’ έναν τελείως αναχρονιστικό τρόπο, όχι μόνο δεν επηρεάζει θετικά τους μαθητές στη διαμόρφωση της ορθόδοξης συνείδησης, αλλά φοβούμαι πως συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Καθώς μάλιστα πολλοί εκκλησιαστικοί παράγοντες και θεολόγοι αδυνατούν να παρακολουθήσουν τόσο τις σύγχρονες κοινωνικές αντιλήψεις όσο και τις ανησυχίες και τα προβλήματα των νέων, οι πιθανότητες να επηρεαστούν οι μαθητές θετικά στο μάθημα των θρησκευτικών είναι μηδαμινές.
Στο σχολείο το μάθημα των θρησκευτικών λειτουργεί όπως και όλα τα άλλα ως ένα ακόμα γνωστικό αντικείμενο, αλλά τελείως αποτυχημένο. Γι’ αυτό και ορθόδοξη συνείδηση και μάθημα θρησκευτικών είναι έννοιες ασύμβατες. Κι αντί οι θεολόγοι και θεολογούντες να προβληματιστούν πρώτα για τα αίτια αυτής της αποτυχίας και απαξίωσης του μαθήματος και ν’ αναζητήσουν ύστερα τρόπους αναβάθμισης και καταξίωσής του, φωνασκούν, με συνέπεια, χωρίς να το συνειδητοποιούν, να διαιωνίζεται η σημερινή ανυποληψία τόσο του μαθήματος όσο και των θεολόγων που το διδάσκουν.
Ο Γιάννης Μπασλής είναι διδάκτωρ Φιλολογίας