Από τον Κώστα Γιαννούλα
Για τους ορθοδόξους το μυστήριο της ιερής εξομολόγησης είναι υποχρεωτικό και προαπαιτούμενο για ένα άλλο, αυτό της Θείας Κοινωνίας, στο οποίο, για να συμμετάσχουμε, οφείλουμε, προηγουμένως, οι χριστιανοί δια της εξομολογήσεως να καθαρισθούμε εσωτερικά και να απαλλαγούμε από κάθε τι, που βαραίνει και ενοχλεί την ψυχή μας.
Εν τούτοις, δεν είναι λίγοι οι χριστιανοί, που κόβουν και ράβουν τον χριστιανισμό στα μέτρα τους και δεν έχουν καλή σχέση μαζί της, οπότε είτε την αποφεύγουν εντελώς, είτε τη θυμούνται σπανίως επικαλούμενοι προφάσεις εν αμαρτίαις. Η βασική αιτία, πάντως, αποφυγής της είναι, κατά την άποψή μου, ότι η εξομολόγηση θέλει το χριστιανό να ομολογεί τα κρίματά του, να ισοπεδώνει τον εγωισμό του, να σκύβει, κατόπιν, το κεφάλι του και ταπεινωμένος να ζητά άφεση αμαρτιών απ’ τον εκπρόσωπο του Θεού, τον πνευματικό του, ο οποίος δεν παύει, ωστόσο, να είναι άνθρωπος κι αυτός. Για να είμαστε, μάλιστα, ειλικρινείς, αυτή η ισοπέδωση είναι, ομολογουμένως, μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση, μέχρι, τουλάχιστον, να αποφασίσεις, να την υποστείς, μια που μετά νιώθεις υπέροχα.
Εξ ίσου δύσκολο, όμως, ίσως και δυσκολότερο δεν είναι, όταν για λόγους ψυχικής υγείας προστρέχουμε στους ψυχολόγους και ψυχαναλυτές είτε για ψυχιατρική εξέταση και ψυχανάλυση είτε για ψυχοθεραπεία; Δεν είναι, τάχα, όλα αυτά μορφές εξομολόγησης και δεν είναι όλοι αυτοί οι επιστήμονες άνθρωποι όπως και οι πνευματικοί; Τότε, γιατί τους πρώτους, που στοιχίζουν, μάλιστα, ακριβά, οι χριστιανοί τους εμπιστευόμαστε, προστρέχουμε σ΄ αυτούς και μοιραζόμαστε μαζί τους τα εσώψυχά μας, ενώ τους πνευματικούς της εκκλησίας, που δεν κοστίζουν τίποτε, πολλοί χριστιανοί τους αποφεύγουμε ή διστάζουμε να τους εμπιστευθούμε τα προβλήματά μας;
Μα οι γιατροί, θα μου πει κανείς, είναι επιστήμονες, έχουν κατοχυρωμένο το ιατρικό απόρρητο και την έξωθεν μαρτυρία της επιστημονικής τους κατάρτισης. Πέραν τούτου, στους γιατρούς πάμε ή μας πάνε κατ’ ανάγκη και αφού, προηγουμένως, πιστέψουμε ή διαπιστώσουν κάποιοι για μας, ότι είμαστε άρρωστοι. Μήπως, όμως, θα έλεγα εγώ, και η αμαρτία δεν είναι μια ανομολόγητη και καλά καμουφλαρισμένη αρρώστια, που μας κατατρώει, όμως, αργά αλλά σταθερά και ανάλογα, πάντα, με το ποιόν της συνείδησης, που διαθέτει ο καθένας μας, και δημιουργεί ενοχές και τύψεις, οι οποίες αναστατώνουν τον εσωτερικό μας κόσμο και δεν μας αφήνουν να ησυχάσουμε; Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι το απόρρητο ισχύει και για την εξομολόγηση, ότι στις μέρες μας υπάρχουν αρκετοί μορφωμένοι εξομολόγοι και ότι σύμφωνα με την αρχαιοελληνική λογική «πάσα επιστήμη χωριζομένη αρετής, πανουργία ού σοφία φαίνεται». Και κάτι ακόμη• επειδή τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με την ιατρική επιστήμη, μεγαλύτερη αξία έχει η πρόληψη και όχι η θεραπεία, το μυστήριο της εξομολόγησης προσφέρεται, για να παίζει έναν τέτοιο ρόλο και να μας προφυλάττει απ’ τις συνέπειες της ασθένειας.
Όσον αφορά, τέλος, το πόσο συχνά πρέπει να εξομολογούμαστε, θα δημοσιοποιήσω μια συμβουλή πνευματικού μου, όταν κάποτε του είπα, ότι ορισμένες φορές προβληματίζομαι και διστάζω να τον επισκεφθώ, γιατί ντρέπομαι να του επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια πταίσματα. Το κορμί σου, με ρώτησε, κάθε πότε το πλένεις και γιατί; Σχεδόν κάθε μέρα, του απάντησα, προκειμένου ν’ απαλλαγώ απ’ την ιδρωτίλα και τη σκόνη. Ντρέπεσαι, που το λερώνεις πάντα με τον ίδιο τρόπο και αποφεύγεις το μπάνιο; Όχι, βέβαια, ήταν η απάντησή μου. Προσπάθησε, λοιπόν, μου είπε, να κάνεις το ίδιο και με την ψυχή σου• και επειδή δεν έχουμε άλλο τρόπο να την πλένουμε και να την καθαρίζουμε πάρα μόνο με το μυστήριο της εξομολόγησης, εξομολογήσου όσο πιο συχνά μπορείς κι ας τη λερώνεις με τα ίδια και τα ίδια. Μόνο, έτσι, θα καταφέρεις να κερδίσεις την αυτογνωσία και την αυτοπειθαρχία σου και σιγά-σιγά να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, απαλλαγμένος από εφιάλτες και μεταθανάτιες ανησυχίες.