Από την Καλίτσα Δικτά - Γκουράβα
Μια λαϊκή παροιμία λέει. «Το γινάτι βγάζει μάτι». Κι εμείς φίλοι μου με τόσο γινάτι που κρύβουμε μέσα μας απ` τη συγκυβέρνηση των δύο μεγάλων κομμάτων, είμαστε έτοιμοι «να βάλουμε τα χεράκια μας και να βγάλουμε τα ματάκια μας», όπως λέει πάλι ο λαός.
Κανείς δεν αντιλέγει πως το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ μας έφεραν εδώ που είμαστε με τις ...περίφημες πολιτικές τους. Κυρίως το ΠΑΣΟΚ.
Κάποιοι φίλοι θα διαφωνήσουν ίσως, από μένα είναι απόλυτα σεβαστή η γνώμη του καθενός.
«Τσοβόλα δώστα όλα» έλεγε ο αείμνηστος Ανδρέας και δόστου δανεικά και φαγοπότι και καλοπέραση και «Γαία Πυρί μιχθήτω...!!!» Νάτο πάλι το ρητό. — Στη συνέχεια ήρθε εκείνος ο ...λιγοστός Σημίτης με τα δικά του λάθη.
Κι αργότερα ο ακόμα λιγότερος Καραμανλής. Κι ο Γιωργάκης μας πέρασε τη θηλιά του μνημονίου στο λαιμό, όμως χωρίς ντροπή ίδρυσε κόμμα και περιμένει να το ψηφίσουν.
Τώρα Σαμαράς και Βενιζέλος πιασμένοι χέρι – χέρι – και είναι απορίας άξιον πώς γίνεται αυτό και δεν δαγκώνει ο ένας τον άλλον. – Τώρα λοιπόν συντροφικά και με ζωγραφισμένη τη λυκοφιλία στο πρόσωπο προσπαθούν να βγάλουν αυτή τη θηλιά, για να μπορέσει να αναπνεύσει ο ελληνικός λαός ελεύθερα και να μην έχει την ΤΡΟΙΚΑ πάνω απ` το κεφάλι του.
Φυσικά αυτό γίνεται με πολύ κόπο και θυσίες και θυμό κι απογοήτευση, αλλά σαν αν φάνηκε στο βάθος του τούνελ ένα μικρό φωτάκι, που προσπαθεί ο ΣΥΡΙΖΑ με νύχια και με δόντια να το σβήσει.
Κι εμείς είμαστε έτοιμοι σε λίγες μέρες να τον βοηθήσουμε κάτω απ` την οργή που μας διακατέχει, απ` τα τόσα που τραβήξαμε και τραβάμε ακόμα και δεν ξέρουμε ως πότε!
«Να μου κοπεί το χέρι αν ψηφίσω εγώ Σαμαρά», μου είπε μια φίλη Νεοδημοκράτισσα από κούνια, σύζυγος στρατιωτικού κι αυτή, που έζησε την κοροϊδία στο πετσί της, με τη δήθεν εφαρμογή της απόφασης του Σ.τ.Ε. «Αν νομίζουν ότι τα τριακόσια πενήντα ευρώ που έκοψαν απ` τον άντρα μου (υποστράτηγος) το 50% είναι τα δέκα ευρώ που του έδωσαν πίσω, τότε πρέπει να αναστήσουμε τον Πυθαγόρα να μας διδάξει άλλα μαθηματικά καινούργια.
Εγώ θα ψηφίσω Χρυσή Αυγή δαγκωτό, κατά το κοινώς λεγόμενο».
Έτσι μου είπε η φίλη μου, κι εμένα μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο.
«Δεν είναι καλύτερα να πείσουμε τον ...Ξηρό να ιδρύσει ένα κόμμα και να το ψηφίσουμε φιλενάδα; Πιο καθαρό μου φαίνεται το βλέμμα του, απ` του Μιχαλολιάκου και της παρέας του, που αυτή τη στιγμή ...κοσμούν κάποια κελιά του Κορυδαλλού...»
Κι αμέσως μετά πετάχτηκε η τρίτη φίλη της παρέας. «Εγώ ΣΥΡΙΖΑ έχω ορκιστεί, νέος άνθρωπος ο αρχηγός, καθαρό μυαλό, καινούργιες ιδέες!
Ποτέ ξανά ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, να πάνε στον αγύριστο κι ακόμα παραπέρα, έχω δυο παιδιά άνεργα, δεν μπορούμε να πάρουμε τα φάρμακά μας, ο άντρας μου κι εγώ, για κάποιες χρόνιες παθήσεις και τι να πρωτοαναφέρω και ποιος δεν τα ξέρει και ποιος δεν τα ζει αυτά και δυο χιλιάδες άλλα...!
Και αν μας γυρίσει στη δραχμή όπως φοβούνται κάποιοι ο Τσίπρας τι έγινε! Μήπως έχω τα εκατομμύρια τώρα με το ευρώ, άλλοι πρέπει να φοβούνται».
Αυτά και άλλα συζητήθηκαν εκείνη την ημέρα σ` ένα «καφέ» της πόλης μας και το συμπέρασμά μου, όχι μόνο απ` αυτή τη συζήτηση, αλλά γενικά, είναι αυτό που είπα στην αρχή αυτού του άρθρου.
Ότι «το γινάτι βγάζει μάτι».
Βέβαια, δίκιο έχει ο κόσμος που είναι αγανακτισμένος, αλλά βρε παιδιά κι εκείνα που υπόσχεται ο Τσίπρας είναι ουτοπικά, πέρα για πέρα.
Το μόνο σίγουρο είναι πως θα ...πολλαπλασιαστούν τα συσσίτια, εκεί βαδίζουμε με μαθηματική ακρίβεια.
Στόχο την καρέκλα της εξουσίας έχει βάλει κι αυτός, γι αυτό και ...μάλλιασε η γλώσσα του να ζητάει εκλογές απ` την άλλη μέρα κιόλας του σχηματισμού της τρικομματικής τότε κυβέρνησης. Αλλά παίρνοντάς την αυτήν την πολυπόθητη εξουσία, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα σκύψει το κεφάλι και θα συνεχίσει τη σημερινή πορεία, εφευρίσκοντας χίλιες δικαιολογίες για τα υποσχόμενα και μη πραγματοποιήσιμα ή θα μας οδηγήσει στον όλεθρο.
Αλλά τέτοια κότσια για τόσο μεγάλες ευθύνες δεν νομίζω να διαθέτει.
Ομολογουμένως βρισκόμαστε σ` ένα δίλημμα συνάνθρωποι κι όπου νάναι φθάνει και η εικοστή πέμπτη Ιανουαρίου, αλλά ας πρυτανεύσει η λογική. Ή το άγνωστο, σκοτεινό και αβέβαιο μέλλον ή την πεπατημένη με μια ελπίδα για ένα καλύτερο «αύριο», κυρίως για τα παιδιά και τα εγγόνια μας.
Η ελπίδα ως γνωστό πεθαίνει τελευταία.