(Εύθυμη αστυνομικοκοινωνική ιστορία)
Γράφει ο Νίκος Μπέτσιος -Υποστράτηγος ΕΛ.ΑΣ. ε.α.
Το περιστατικό έλαβε χώρα πρίν αρκετά χρόνια σε κάποιο χωριό, όπου εκεί είχε έδρα και ο Αστυνομικός Σταθμός της περιοχής. Στον Σταθμό υπηρετούσε ο Αστυνόμος που έφερε τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου και οι αστυνομικοί του Σταθμού. Κάποιο καλοκαίρι , τέτοια εποχή, γιόρταζαν στο χωριό τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και είχαν, όπως σε όλα τα χωριά , το καθιερωμένο πανηγύρι. Το βράδυ άρχισε το γλέντι με ορχήστρα δημοτικών και λαϊκών τραγουδιών, με κλαρίνα και μπουζούκια ορχήστρας. Η ώρα περνούσε ευχάριστα και ο κόσμος ντόπιοι και ξένοι, χόρευαν και διασκέδαζαν με τη ψυχή τους στη πλατεία του χωριού. Κάποια στιγμή μία παρέα ανδρών, μεταξύ των οποίων και ο Στέργιος, είχαν γίνει «κροκόδειλοι» από το κρασί και τα ποτά που κατανάλωναν. Ο Στέργιος επειδή ήταν «καψούρης» με τη Βάγια που καθόταν με την οικογένειά της στην ίδια ταβέρνα, αλλά σε διαφορετικό τραπέζι , προφανώς για να την εντυπωσιάσει , παρήγγειλε ένα κιβώτιο σαμπάνιες, τις οποίες άρχισε να ανοίγει τη μία μετά την άλλη, με τα πώματα των φιαλών να σκάνε σαν οβίδες στο ταβάνι και να πέφτουν βροχή στα κεφάλια των θαμώνων.
Ένα από αυτά χτύπησε στο μάτι την Νίτσα που καθόταν με τη παρέα της σε άλλο τραπέζι και ο καβγάς άναψε σε στύλ «Φαρ-Ουέστ». Ο καταστηματάρχης αμέσως κάλεσε την Αστυνομία, γιατί το μαγαζί του θα το έκαναν ρημαδιό. Οι αστυνομικοί κατέφθασαν αμέσως γιατί ευρίσκονταν στη πλατεία, παρενέβησαν και όλοι μαζί σαν μία «χαρούμενη οικογένεια» οδηγήθηκαν στον αστυνομικό Σταθμό , για τα περαιτέρω... Οι συμπλακέντες και αλληλομηνυθέντες, αφού κατάλαβαν ότι την... Μεταμόρφωση του Σωτήρος θα τη βγάλουν στο κρατητήριο για να μεταχθούν την επομένη στον Εισαγγελέα , ανεκάλεσαν τις μηνύσεις τους και σαν ...καλά παιδιά, επέστρεψαν στο πανηγύρι, αφού έδωσαν αμοιβαία συγγνώμη . Η «τάξη αποκαταστάθηκε» και το γλέντι στο πανηγύρι είχε εν τω μεταξύ πάρει φωτιά με τα χαρτονομίσματα να «επικολλώνται» στο μέτωπο, στο μάτι , η στο «μπούστο» της τραγουδίστριας. Κάποια στιγμή αργά μετά τα μεσάνυχτα ο κλαριτζής της ορχήστρας άφησε ξαφνικά το κλαρίνο και γρήγορα-γρήγορα όδευσε προς το εσωτερικό της ταβέρνας. Μετά από λίγο από διάφορα τραπέζια της πλατείας , άνδρες και γυναίκες σηκώνονταν και έφευγαν , άλλοι προς το εσωτερικό των ταβερνών , άλλοι προς τα σπίτια τους,-όσα ήταν εκεί κοντά-,και οι περισσότεροι προς το ποτάμι που περνούσε κάτω από την πλατεία.
Ο Αστυνόμος ανησύχησε και λέει στον Μήτσο τον αστυφύλακα .
- Ρε Μήτσο για πήγαινε να δείς τι συμβαίνει, γιατί τόσος κόσμος φεύγει ξαφνικά προς το ποτάμι. Μήπως συνέβει κάτι ;
Πραγματικά ο Μήτσος έφυγε για να δει τι ανεξήγητο συμβαίνει. Πριν προλάβει όμως να επιστρέψει και να αναφέρει, ο Αστυνόμος σηκώνεται ξαφνικά από την καρέκλα και λέει στους άλλους αστυνομικούς .
- Παιδιά με κόφτει η κοιλιά μου, επιστρέφω σε λίγο...
Και φεύγει προς τον αστυνομικό Σταθμό που βρίσκονταν στη πλατεία με βήμα «ένα-ενάμισυ». Τελικά τι συνέβη. Από χαλασμένα κρέατα το χωριό έπαθε γαστρεντερίτιδα και για την «ανακούφισή» τους οι κάτοικοι και επισκέπτες βρήκαν κοντινό «καταφύγιο» στις φτέρες και τα πλατάνια στο ποτάμι που ήταν κάτω από την πλατεία. Την ώρα «που χάνονταν η Αλεξάνδρεια» για τον Αστυνόμο, τον σταματάει στο δρόμο του... κατεπείγοντος ο κυρ-Σταύρος , για να τον ρωτήσει για την αναταραχή.
- Τι συμβαίνει κυρ-αστυνόμε;
- Παράτα με κυρ-Σταύρο , παράτα με τώρα, δεν βλέπεις τι γίνεται ; βρήκες την ώρα να ρωτήσεις...
Στο μεταξύ κάτω από την πλατεία γινόταν «χαλασμός κόσμου», με βογγητά, γέλια και βρισιές. Οι θάμνοι και τα πλατάνια γέμισαν «νάρκες», κάθε φτέρη και ...νάρκη , κάθε πλάτανος και βογγητό..., ένα απέραντο «ναρκοπέδιο», χαμός... Αρκετοί από τους... παθόντες μετά την πρόσκαιρη... ανακούφιση , επέστρεφαν πάλι στο χορό, μέχρι με βήμα γοργό να... ξαναπιάσουν ποτάμι... Οι χαρτοπετσέτες από τα τραπέζια είχαν εξαφανισθεί ως δια μαγείας. Στις τουαλέτες είχαμε και διαπληκτισμούς για την... προτεραιότητα. Κωμικοτραγική φιγούρα ήταν ο κλαριτζής που ήταν υποχρεωμένος να εκτελεί το δρομολόγια συνεχώς, ορχήστρα-τουαλέττα-ορχήστρα κ.ο.κ. Κατά τα ξημερώματα , οι μυρωδιές των... αρωμάτων ξυπνούσαν μέχρι και τους... πεθαμένους και έτσι άρον-άρον όσοι διέθεταν υδροφόρα και ψεκαστικά βυτία, έγιναν «πυροσβέστες», ρίχνοντας τόνους νερού για να καθαρίσει ο τόπος.
Για τη ιστορία, ο Αστυνόμος είχε «αγκαζάρει» την τουαλέτα του Σταθμού και σηκώθηκε από εκεί όταν ήλθε εσπευσμένα γιατρός από το Κέντρο Υγείας , για να παράσχει τις πρώτες βοήθειες στους... δοκιμαζόμενους. Τρείς ημέρες αναρρωτική άδεια υπέγραψε ο γιατρός για τον Αστυνόμο... Ο πρόεδρος του χωριού πήρε την άγουσα για το Κέντρο Υγείας και το χωριό στερήθηκε των υπηρεσιών του για μία εβδομάδα... Τα παντοπωλεία του χωριού ξεπούλησαν τα χαρτιά υγείας και έκαναν νέες παραλαβές...
Ένα λαϊκό ανέκδοτο λέει. «Ποιό τρέχει με μεγαλύτερη ταχύτητα στο Σύμπαν; Ο ήχος; Το φώς ; Ποιός ήχος και ποιό φώς , αν έχεις κόψιμο εκεί να δεις ταχύτητα...».