* Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com
Αναφέραμε και σε άλλα σημειώματα ότι μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881 στο ελεύθερο ελληνικό βασίλειο, κατέφυγαν στη Λάρισα πολλοί επαγγελματίες και επιστήμονες από την παλαιά Ελλάδα και τον υπόδουλο ελληνισμό. Η στρατηγική γεωγραφική θέση της στο κέντρο του εύφορου θεσσαλικού κάμπου προοιώνιζε ότι το μέλλον της θα ήταν λαμπρό και η ανάπτυξή της ανιούσα, χάρη σε μια αναδυόμενη αγορά η οποία πρόσφερε πολλαπλές ευκαιρίες κέρδους. Ανάμεσα σ’ αυτούς που κατέφυγαν στη Λάρισα κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα ήταν και η οικογένεια του Μιχαήλ Λαγαρία, στην οποία είναι αφιερωμένο το σημερινό μας σημείωμα.
Οι πρόγονοι της οικογένειας Λαγαρία κατάγονταν από την Κορυτσά, αλλά κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ίσως για να αποφύγουν το τυραννικό καθεστώς του Αλή πασά, ο οποίος είχε υπό τον άμεσο έλεγχό του την Βόρεια Ήπειρο, η πατριαρχική τους οικογένεια μετακόμισε στην Στενήμαχο[1] της Ανατολικής Ρωμυλίας. Όπως όλα δείχνουν, το αρχικό επίθετο της οικογένειας ήταν άλλο[2].Ο Μιχαήλ, που θεωρείται ο γενάρχης της οικογένειας, ήταν αστυνόμος στην Στενήμαχο, κυκλοφορούσε με ένα όμορφο κάτασπρο άλογο, το οποίο διατηρούσε σχολαστικά καθαρό και όταν περνούσε από τους δρόμους, οι συμπολίτες του έλεγαν ότι «περνάει ο μπαρμπα-Μιχάλης με το λάγαρο[3] άλογο». Από το επίθετο λαγαρός λέγεται ότι προήλθε και η μετονομασία της οικογένειας ως Λαγαρία.
Ο Μιχαήλ Λαγαρίας και η σύζυγός του Χρυσή (Χρυσούλα) απέκτησαν όσο βρίσκονταν στη Στενήμαχο έξη τέκνα, τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια. Τα αγόρια ήταν κατά σειράν οι Δημήτριος, Θωμάς, Γεώργιος και Αποστόλης, τα δε κορίτσια ονομάζονταν Φανή και Αμαλία.
Όταν στις αρχές του 20ου αιώνα άρχισαν από τους Βουλγάρους οι πρώτες διώξεις κατά των Ελλήνων της περιοχής, κάποιος δικός τους από την Στενήμαχο συνέστησε στον Μιχάλη Λαγαρία να μετακομίσουν οικογενειακά. Το σκέφθηκε σοβαρά και καθώς τα πρώτα του παιδιά είχαν μεγαλώσει, ο πατέρας τα απομάκρυνε σταδιακά. Αρχικά έφυγε ο μεγαλύτερος, ο Δημήτριος, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Αλλά λέγεται ότι πάνω στο τρένο που θα τον οδηγούσε στην μεγάλη αυτή πολιτεία, αντίκρισε μια μαύρη γάτα. Θεώρησε το γεγονός αυτό ως κακό οιωνό, ένα άσχημο προμήνυμα. Κατέβηκε από το τρένο, άλλαξε προορισμό και κατευθύνθηκε προς τη Λάρισα. Ακολούθησαν από κοντά και τα άλλα αδέλφια και τελευταίοι ήλθαν στην πόλη μας οι γονείς τους.
Ο γιος του Γεωργίου Λαγαρία Μιχάλης (Λάκης) διατηρεί μέχρι σήμερα ένα σπουδαίο οικογενειακό κειμήλιο, το «Πιστοποιητικόν Βαπτίσεως» του πατέρα του, μέσα στο οποίο αναφέρεται ότι γεννήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1899, ημέρα Παρασκευή, βαπτίσθηκε στην εκκλησία της Στενημάχου στις 12 Μαρτίου 1899και η ανάδοχός του Θεοφανώ του έδωσε το όνομα Γεώργιος.
Το 1907 συναντάμε για πρώτη φορά σε μια είδηση στον τοπικό τύπο, το όνομα του πρωτότοκου γιού της οικογένειας Δημητρίου Λαγαρία. Διαβάζουμε: «Ευχαριστήριον προς τους Λαρισαίους. Εγκαταλείψαντες την Βουλγαρίαν συνεπεία της γνωστής βαρβάρου διαγωγής του λαού αυτής προς τους εκεί Έλληνας και εγκατασταθέντες εν Λαρίσση, ετύχομεν θερμής υποστηρίξεως υπό του κοινού αυτής, αφ’ ής ανελάβομεν την διεύθυνσιν του παρά την πλατείαν Θέμιδος Καφφενείου του κ. Μπουσινιώτου… Εν Λαρίσση τη 2α Μαΐου 1907. Οι πρόσφυγες-διευθυνταί του Καφφενείου πρώην Μπουσινιώτου, Δ. Λαγαρίας και Δ. Πάλτσης»[4]. Το αναφερόμενο καφενείο πιστεύεται ότι ήταν στο σημείο όπου το 1908 άρχισε να κτίζεται το τριώροφο κτίριο «Πανελλήνιον», γι’ αυτό και όταν το 1909 ολοκληρώθηκε η κατασκευή του, οι ιδιοκτήτες αδελφοί Μποσινώτη ενοικίασαν το ισόγειο στους αδελφούς Λαγαρία, οι οποίοι το λειτούργησαν ως καφεζαχαροπλαστείο-ζυθοπωλείο[5] μέχρι το 1919.Λόγω της προνομιακής του θέσεως σε τόσο κεντρικό σημείο της πόλεως, από την πρώτη στιγμή κέρδισε την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του κόσμου.
Το 1919 το κατάστημα αυτό το ενοικίασε ο Κωνσταντίνος Πάλτσος, μικρότερος αδελφός του Δημητρίου που αναφέρθηκε πιο πάνω. Έτσι τα αδέλφια Λαγαρία αναγκάσθηκαν να μεταφέρουν την δραστηριότητά τους στη γωνία των οδών Αλεξάνδρας και Φαρσάλων (σήμερα Κύπρου και Ρούσβελτ), εκεί όπου μέχρι πριν μερικά χρόνια είχε το περίφημο Βιβλιοχαρτοπωλείο του ο Γεώργιος Δημητρακόπουλος και αργότερα τα παιδιά του. Το κατάστημα που ενοικίασαν ανήκε στην ιδιοκτησία της οικογένειας Ανδρέα Κουτσίνα, η οποία κατείχε και τα υπόλοιπα καταστήματα του τετραγώνου που έφθανε μέχρι την αρχή της οδού Μεγ. Αλεξάνδρου[6].Σ’ αυτό το κατάστημα συνέχισαν την επαγγελματική τους πορεία στη Λάρισα και τα τέσσερα αδέλφια. Λειτουργούσε σαν οινοπνευματοπωλείο-ταβέρνα και συγκέντρωνε αρκετή πελατεία, χάρη στην καλή ποιότητα των κρασιών και της μπύρας που διέθετε. Από το κατάστημα αυτό προέρχεται και η φωτογραφία η οποία συνοδεύει το σημερινό κείμενο.
Η παρουσία τους εκεί κράτησε μέχρι το 1928. Στις 29 Μαρτίου αυτού του χρόνου, σύμφωνα με συμβολαιογραφική πράξη την οποία συνέταξε ο παλιός Λαρισαίος συμβολαιογράφος Ευστράτιος Γεωργιάδης, που είχε το γραφείο του κοντά στο μαγαζί τους (στη σημερινή οδό Ρούσβελτ), τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια (Δημήτριος, Θωμάς και Γεώργιος), οι οποίοι αναφέρονται στο συμβόλαιο ως «οινοπνευματοπώλαι», αγόρασαν το ιδιόκτητο κατάστημα τους επί της οδού Αλεξάνδρας (Κύπρουαρ. 61)από κάποιους Τούρκους ιδιοκτήτες που είχαν εγκαταλείψει τη Λάρισα το 1924 στα πλαίσια της ανταλλαγής των πληθυσμών και κατοικούσαν στην Κωνσταντινούπολη. Μεταπολεμικά το κατάστημά τους βρισκόταν ανάμεσα στο ζαχαροπλαστείο του Χατζηστεργίου και το μπαρ «Αλάσκα». Ήταν ευρύχωρο, διέθετε τρείς πόρτες στην πρόσοψη, ευρύχωρο υπόγειο-αποθήκη κρασιών και διαμόρφωσαν το εσωτερικό του σύμφωνα με τις προσωπικές τους ανάγκες. Στο κατάστημα αυτό οι αδελφοί Λαγαρία έκαναν εμπορία κρασιών και ποτών. Έφερναν με καΐκια, βαρέλια γεμάτα με κρασιά από την Κίσσαμο της Κρήτης και την Σαντορίνη. Σε κάποιο ταξίδι το καράβι αντιμετώπισε μεγάλη τρικυμία στον Ευβοϊκό κόλπο, στη θέση Καντήλι, και για να αποφύγει τον καταποντισμό άρχισε να αδειάζει τα βαρέλια με το κρασί που βρίσκονταν φορτωμένα στο κατάστρωμα του καραβιού. Η θάλασσα τότε γέμισε με κρασί και οι ευφάνταστοι δημοσιογράφοι της εποχής ανέφεραν ότι …μέθυσαν και τα ψάρια.
Συγχρόνως έκαναν και παραγωγή κρασιού. Διατηρούσαν πατητήρια στο σπίτι του Δημητρίου Λαγαρία, στη σημερινή οδό Αθανασίου Διάκου κοντά στη θρυλική ταβέρνα του Κυρίτση, με τα περίφημα σουβλάκια. Απ’ εκεί μετέφεραν με μεγάλα βαρέλια την παραγωγή τους σε πολλά μέρη της Ελλάδος.
Όταν κάποια στιγμή τα τρία αδέλφια μεγάλωσαν, η σκυτάλη του μαγαζιού πέρασε στον Μιχάλη γιο του Γεωργίου και στον Δημήτριο, γιο του Θωμά Λαγαρία. Λειτουργούσε ως ποτοπωλείο και εκτός από το χύμα κρασί παρήγαγε και εμφιαλωμένο. Το 1984 σταμάτησε η λειτουργία του και από τότε το κατάστημα νοικιάζεται σε άλλους επιχειρηματίες, οι οποίοι έχουν αλλάξει τη χρήση του[7].
[1]. Η Στενήμαχος είναι αρχαία πόλη στην περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας. Μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας έπειτα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατοικείτο κυρίως από Έλληνες. Σήμερα ονομάζεται Ασένοβγκραντ, βρίσκεται κοντά στην Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας και έχει 60.000 κατοίκους.
[2]. Οι σημερινοί απόγονοι θυμούνται ότι το αρχικό επίθετο της οικογένειας ήταν Παπαδημητρίου ή Παπαγεωργίου.
[3]. Το λαγαρός είναι αρχαία ελληνική λέξη και σημαίνει πεντακάθαρος, απαλλαγμένος από ξένα σώματα.
[4]. εφ. «Μικρά», Λάρισα, φύλλο της 6ης Μαΐου 1907. Ο Δημήτριος Πάλτσης (το σωστό Πάλτσος), είχε γεννηθεί στα Τρίκαλα, επομένως δεν ήταν πρόσφυγας και φυσικά δεν είχε καμία σχέση με την Βουλγαρία.
[5]. Βλέπε: Κόντσα Κωνσταντίνα, Καφεζαχαροπλαστείον «Πανελλήνιον». Ένας αθέατος μικρόκοσμος της νεότερης ιστορίας της Λάρισας, Πρακτικά του 7ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών (Λάρισα 22 Οκτωβρίου 2011), Λάρισα (2013) σελ.237-238.
[6]. Όλα τα καταστήματα που υπήρχαν στη γωνία Κύπρου και Μεγ. Αλεξάνδρου, με το υπερκείμενο ξενοδοχείο «Κεντρικόν», ο Κουτσίνας τα κατεδάφισε και το 1937-38 έκτισε το τριώροφο κτίριο, οι δύο επάνω όροφοι του οποίου στέγαζαν το ξενοδοχείο «Ολύμπιον». Το κτίριο αυτό είναι το μοναδικό από τα προπολεμικά κτίσματα της Κεντρικής πλατείας το οποίο διατηρείται μέχρι σήμερα.
[7]. Το κείμενο αυτό δεν θα ήταν πλήρες χωρίς την βοήθεια του παλιού μου γείτονα και συμμαθητή Μιχάλη (Λάκη) Γεωργίου Λαγαρία.