Από τον Αχιλλέα Τραγούδα
Η ΑΝΟΙΞΗ έμπαινε δυναμικά στο καμποχώρι μας, τον Αϊ-Γιώργη, εκείνα τα χρόνια. Μόλις ξεπρόβαλε ο Απρίλης, γλιστρούσε από τις πλαγιές των μικρών λόφων και σκόρπιζε απλόχερα στον κάμπο χρώματα και ευωδιές… Τα σπαρτά στον κάμπο πρασίνιζαν κι όταν φυσούσε το απαλό αεράκι παιχνίδιζαν με τις κόκκινες παπαρούνες, τα κίτρινα λαζαράκια και τα πολύχρωμα αγριολούλουδα. Οι πασχαλιές και οι τριανταφυλλιές άνθιζαν και σκόρπιζαν πινελιές χρωμάτων στις αυλές των σπιτιών, αναδύοντας στον αέρα αστείρευτες μυρωδιές σ’ όλο το χωριό. Και τα δένδρα (καβάκια, πλατάνια, λεύκες, αγριογκορτσιές), στόλιζαν με το αναγεννημένο φύλλωμά τους ρεματιές και καρόδρομους στα απέραντα χωράφια…
Μια απίστευτη, συναρπαστική συνωμοσία της φύσης, που αποτυπωνόταν σαν σε καμβά ζωγραφικού πίνακα, διώχνοντας τη μιζέρια του χειμώνα, με τη λασπουριά, την κλεισούρα στο σπίτι, τα χοντρά ρούχα και το διαπεραστικό κρύο… Γιατί, Απρίλης και άνοιξη στον Αϊ-Γιώργη σήμαιναν απελευθέρωση των αισθήσεων, σήμαιναν ανάταση ψυχής, σήμαιναν λαχτάρα για ζωή… Και, κυρίως, σήμαιναν Πάσχα και πανηγύρι του Αϊ-Γιώργη…
ΜΕΣΑ σ’ αυτό το σκηνικό του Απρίλη, οι χωριανοί υποδεχόταν τις άγιες μέρες του Πάσχα, με κατάνυξη και λαχτάρα. Τι μαγεία! Θυμάμαι έντονα εκείνες τις Μεγάλες Εβδομάδες. Οι νοικοκυρές να βάφουν κόκκινα αυγά, να φουρνίζουν πασχαλινά κουλούρια, να ασπρίζουν κάθε εξωτερικό τοίχο, φράχτη και ξερολιθιά και να σκουπίζουν με τις φουκαλιές κάθε σπιθαμή της αυλής. Οι άνδρες να ανεβαίνουν στο λόφο του Αϊ-Θανάση και να κόβουν πουρναριές, τσαπουρνιές και παλιουριές για τον πασχαλιάτικο οβελία. Τα παιδιά να παίζουμε ανέμελα ολημερίς στις αλάνες και τους μεριάδες. Και κάθε βράδυ, όλοι, στην παλιά εκκλησία του Αϊ-Γιώργη. Χωρίς μικροφωνικές και ηλεκτρικό ρεύμα, με τα κεριά να φωτίζουν αχνά εικόνες και πρόσωπα, η ατμόσφαιρα έμοιαζε βυζαντινή και οι φωνές του παπά και του ψάλτη υποβλητικές, να σε καθηλώνουν. Είχες την αίσθηση ότι ερχόσουν κοντά στον Θεό κι ένιωθες το Θείο Δράμα ν’ αγγίζει την ψυχή σου. Τη Μεγάλη Πέμπτη, η πιτσιρικάδα του χωριού περιδιαβαίναμε όλα τα σπίτια για ν’ αναγγείλουμε το θλιβερό γεγονός της σύλληψης και της Σταύρωσης, ενώ τη Μεγάλη Παρασκευή, ξεχυνόμασταν στους απέραντους μεριάδες και τα χωράφια για να μαζέψουμε αγριολούλουδα –μ’ αυτά θα στόλιζαν οι κοπελιές τον Επιτάφιο. Όσο για το βράδυ της ίδιας μέρας, όλο το εκκλησίασμα γίνονταν μια χορωδία, ψάλλοντας το «Ω, γλυκύ μου έαρ» και το «Αι γενεαί πάσαι». Τι ατμόσφαιρα!
Κι ύστερα, η βραδιά της Ανάστασης. Με το «Χριστός Ανέστη» να αντηχεί στην ανοιξιάτικη νύχτα, τα «Χρόνια Πολλά» να διασταυρώνονται με αγκαλιές και φιλιά και η φλόγα του λευκού κεριού να μεταφέρεται με χίλιες προφυλάξεις, από το νυχτερινό αεράκι, στο σπίτι. Αλλά και το πρωινό εγερτήριο για την προετοιμασία του οβελία, το σμίξιμο των γειτόνων και των συγγενών που δημιουργούσαν μια μεγάλη παρέα και το ξεφάντωμα που κρατούσε ως αργά το απόγευμα...
ΑΛΛΑ κι εκείνα τα πανηγύρια κάθε Απρίλη, στη γιορτή του Αϊ Γιώργη... Για μας τα παιδιά, ήταν μια προσμονή, όλο λαχτάρα και προσδοκίες! Έξω από την αυλή της εκκλησίας, οι μικροπωλητές έστηναν πρόχειρους πάγκους και πάνω τους αράδιαζαν αμέτρητα πλαστικά παιχνίδια. Τι κλάμα έπεφτε, θεέ μου, μέχρι να συγκινηθεί ο πατέρας και να σου αγοράσει εκείνο το ψεύτικο πλαστικό ρολόι ή το καθρεφτάκι που στην πίσω όψη του είχε το σήμα της αγαπημένης σου ομάδας! Και πόσο τυχεροί ήταν εκείνοι που είχαν παππούδες και γιαγιάδες, πρόθυμους να τσοντάρουν για την πολυπόθητη αγορά!
Η εκκλησία του Αϊ-Γιώργη, γέμιζε ασφυκτικά εκείνη τη μέρα. Από τις ντουλάπες έβγαιναν τα «καλά ρούχα» και τα «καλά παπούτσια». Οι άντρες, ντυμένοι στην τρίχα (κουστούμι, μαντιλάκι στο τσεπάκι του σακακιού, άσπρο πουκάμισο και σφιχτοδεμένη γραβάτα), φρεσκοκουρεμένο μαλλί τραβηγμένο προς τα πίσω και κολλημένο με μπριγιαντίνη και κολονισμένοι με υποψία μυρωδιάς λεμονιού και λεβάντας, έμοιαζαν απίστευτα «άλλοι», καθώς ακουμπούσαν ο καθένας στο «δικό» του στασίδι... Και οι γυναίκες, φάνταζαν σαν καρυάτιδες, έτσι όπως στέκονταν ακίνητες, στο πίσω μέρος της εκκλησίας, στον υπερυψωμένο γυναικωνίτη, με τη φρέσκια περμανάντ ή τον περιποιημένο κότσο, κρατώντας στα σταυρωμένα με ευλάβεια χέρια τους τις λουστρίν τσάντες, ισορροπώντας με απίστευτη μαεστρία στα ψηλοτάκουνά τους και ντυμένες με μαντό και ταγιέρ… Ντυμένος με τα γιορτινά του άμφια και ο παπάς (ο παπα-Μακρής πρώτα, ο παπα-Βασίλης αργότερα), που εκείνη τη μέρα έλεγε «όλα τα γράμματα»… Αλλά και οι ψαλτάδες δεν πήγαιναν πίσω. Ο κυρ-Θόδωρος ο Λιάπης και ο κυρ-Μήτσος ο Τασόπουλος, άρχοντες πάνω στο δεξί ψαλτήρι, «ντύνονταν» με την καλή φωνή τους εκείνη τη μέρα κι έδειχναν όλη τη γκάμα των φωνητικών δυνατοτήτων τους… Κι εμείς, η πιτσιρικάδα, να κρεμόμαστε από τα χείλη τους –όχι από έκσταση, αλλά από βιασύνη κι αγωνία για το τέλος της λειτουργίας, μπας κι αγοράσουμε το πολυπόθητο παιχνίδι από τους πάγκους των μικροπωλητών.
ΑΛΛΑ, πανηγύρι χωρίς γλέντι, με κλαρίνα, ήταν αδιανόητο εκείνα τα χρόνια στον Αϊ-Γιώργη. Ο κυρ Βαγγέλης ο Μακρής, μαζί με τον αδελφό του, τον κυρ Κώστα, που είχαν το καφενείο δίπλα στην πέτρινη βρύση, μια βδομάδα πριν έβγαζαν φτερά στα πόδια τους! Έπρεπε να κλείσουν την ορχήστρα -με κλαρίνο, βιολί, ακορντεόν, κιθάρα, τραγουδιστή και, φυσικά, απαραιτήτως μια ντιζέζ για σιγόντο και αεικίνητο κούνημα επί σκηνής... Έπρεπε να κατασκευάσουν το πάλκο -με ξύλινα καφάσια ή βαρέλια πετρελαίου και πάνω τους σανίδες, καλυμμένες με κουρελούδες… Έπρεπε να βγουν παγανιά στα διπλανά χωριά με το τρακτέρ και να φορτώσουν στην καρότσα του καρέκλες και τραπεζάκια από τα εκεί καφενεία –στο Ψυχικό από τον Θανάση τον Ζήση, στον Δοξαρά από τους Γαλατσιδαίους, στον Κυπάρισσο από τους Καλτσογιάννηδες…
Το βράδυ, το καφενείο ήταν πλημμυρισμένο στο φως των λουξ, της ασετυλίνης και τα χρωματιστά λαμπιόνια (οι γεννήτριες δούλευαν στο φουλ… και πού να δείτε μετά το 1968, όταν το χωριό πλημμύρισε από το φως του ηλεκτρικού). Κι όταν άρχιζε να παίζει η ορχήστρα κι άναβε το γλέντι… Τα μάγουλα του κλαριντζή φούσκωναν σαν μπαλόνια, ο ακορντεονίστας μάζευε τη χαρτούρα των μερακλήδων, ο βιολιστής πάσχιζε να βρει και να βάλει σε τάξη τις νότες του τσάμικου, ο αοιδός ξεστρατούσε και στρίγγλιζε στη σιγαλιά της νύχτας -αλλά ποιος έδινε σημασία την ώρα που ο λεβέντης Μήτσος χόρευε το τσάμικο!- ο κιθαρίστας ήταν έτοιμος να πέσει στην αγκαλιά του Μορφέα με τα επαναλαμβανόμενα ακομπανιαμέντα και η ντιζέζ…
ΑΧ, Η ΝΤΙΖΕΖ! Για κάποιες ώρες ήταν η απόλυτη ερωτική φαντασίωση των αρσενικών και ο προσωρινός εφιάλτης των θηλυκών! Όρθια πάνω στη σκηνή, μινοφορούσα και με ανοιχτό μπεζ καλσόν (αυτά, με τη ραφή στο πίσω μέρος τους να ακολουθούν τα καλλίγραμμα πόδια της), να μοιράζει χαμόγελα αριστερά και δεξιά, να γλυκοκοιτάζει τους ανοιχτοχέρηδες και τους χορευταράδες, να χτυπά το ντέφι ρυθμικά, να πάλλεται ακατάπαυστα πάνω στη σκηνή και να προσέχει μην καρφωθεί κάποιο από το τακούνι της ανάμεσα στις σανίδες του πάλκου!
Και δώστου ο συρτός και το τσάμικο να πάει σύννεφο και δώστου οι στριγκλιές του αοιδού με την μπριγιαντίνη να δολοφονούν το «ένας αητός καθότανε», και δώστου κούνημα η ντιζέζ με το ντέφι και δώστου η χαρτούρα να επικολλάται στο μέτωπο του κλαριντζή και του ακορντεονίστα, και δώστου χορευτικά πετάγματα ο Μήτσος και δώστου προσεγμένους βηματισμούς η χαμηλοβλεπούσα Τάκαινα (γυναίκα του Τάκη, ντε), και δώστου τα ξυλοτράπεζα να υπερφορτώνονται με μπύρες FIX, χύμα κρασί και καλοψημένα παϊδάκια, κοκορέτσια και σπάλες, ξαπλωμένα πάνω στο χασαπόχαρτο… Γλέντι ως το πρωί… Μέχρι να λαλήσει ο πετεινός… Αποκαμωμένοι… Ευτυχισμένοι…
ΩΣΠΟΥ, κάποιον Απρίλη, ως διά μαγείας, όλα άλλαξαν. Το χωριό ερήμωσε… Δεν υπήρχαν πια νοικοκυρές να ασβεστώσουν αυλές και να φουρνίσουν πασχαλινά κουλουράκια. Ούτε άντρες να κόψουν πουρναριές από τον λόφο του Αϊ-Θανάση και παιδιά να παίξουν στις αλάνες ή τους μεριάδες. Το καφενείο του Μακρή αμπάρωσε τις πόρτες του –η στέγη του τώρα έχει γείρει επικίνδυνα, έτοιμη να καταρρεύσει και να καταπλακώσει χιλιάδες αναμνήσεις… Οι μικροπωλητές, με τα φτηνιάρικα πλαστικά παιχνίδια δεν έστησαν ξανά τους ξύλινους πάγκους τους. Και γλέντια δεν γίνονται πια-δεν σχίζουν την ανοιξιάτικη σιγαλιά της νύχτας οι νότες της ορχήστρας, ούτε λικνίζεται στα σανίδια της σκηνής ο πειρασμός της ντιζέζ… Ακόμα και οι μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας του Πάσχα, ακόμα και η μέρα της Λαμπρής, δεν είναι ίδιες πια… Μόνο η άνοιξη δεν μας πρόδωσε ποτέ… Τούτες τις μέρες, γλίστρησε απαλά και πάλι από τον λόφο του Αϊ-Θανάση και σκόρπισε στον κάμπο απίστευτα χρώματα και ευωδιές… Τα πράσινα σπαρτά παιχνιδίζουν ξανά με το απαλό αεράκι κι ανάμεσα στα φυσικά τους φλόκια θροΐζουν κόκκινες παπαρούνες, κίτρινα λαζαράκια και πολύχρωμα αγριολούλουδα… Και οι πασχαλιές, μόνες κι απεριποίητες στις αυλές των εγκαταλελειμμένων σπιτιών, αναδύουν το άρωμά τους και μπερδεύονται γλυκά στον αέρα με εκατομμύρια περασμένες καθημερινές στιγμές των συγχωριανών μου.
Μια απίστευτη, συναρπαστική, γλυκόπικρη και αέναη συνωμοσία της φύσης…