Από τον Μανώλη Φλουράκη
Η ιστορία μας διαδραματίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 σε ένα μεγάλο χωριό, είκοσι πέντε χιλιόμετρα από τη Λάρισα.
Ηταν η πρώτη φορά που είχα φύγει από την Κρήτη και για κοινωνικούς λόγους είχα έλθει για λίγες ημέρες, σ΄ αυτό το όμορφο χωριό.
Το Κεφαλοχώρι αυτό είναι σε ωραία τοποθεσία και το χωρίζει ένας ξεροπόταμος σε δύο γειτονιές, σε δύο μαχαλάδες όπως λένε οι ντόπιοι και απέχουν μεταξύ τους γύρω στα πεντακόσια μέτρα. Οι κάτοικοί του ήταν πάνω από χίλιοι και στο δημοτικό σχολείο φοιτούσαν ογδόντα παιδιά.
Η ΔΕΗ δεν είχε έλθει ακόμη και τα νοικοκυριά εξυπηρετούνταν με λάμπες πετρελαίου και στα καφενεία είχαν τα περίφημα λουξ.
Οι κάτοικοι, αγρότες οι περισσότεροι ήταν φιλότιμοι, εργατικοί αλλά πολύ συντηρητικοί.
Εκείνο το Σαββατόβραδο του Μάρτη είχα πάει στο καφενείο που ήταν στον πρώτο μαχαλά. Επειδή έβρεχε ήταν όλος ο κόσμος μέσα, καθόταν σε παρέες, έπιναν τσίπουρο μιλούσαν και γελούσαν εύθυμα. Επειδή ήμουν μόνος, με κάλεσε ο πρόεδρος της κοινότητας στο τραπέζι του. Αν και δεν καταλάβαινα πολλά, γιατί μιλούσαν τη μητρική τους γλώσσα που είναι η βλάχικη, μου άρεσε που τους έβλεπα γελαστούς και ευδιάθετους.
Ετσι περνούσε ευχάριστα η ώρα, μέχρι που ήλθε ένα ταξί έξω στο καφενείο με δύο νεαρούς επιβάτες. Κατέβηκε ο ταξιτζής, πλησίασε ένα νεαρό που ερχόταν στο καφενείο και μίλησαν για λίγο. Τους έδειξε με το χέρι τον άλλο μαχαλά και το ταξί έφυγε προς τα εκεί.
Ο νεαρός μπήκε στο καφενείο, πλησίασε τον πρόεδρο και κάτι του είπε ψιθυριστά:
Ο πρόεδρος άλλαξε αμέσως ύφος και όψη, σηκώθηκε φωνάζοντας και πήγε στη διπλανή παρέα. Μετά από σύντομη συζήτηση βγήκαν έξω και έφυγαν προς τον άλλο μαχαλά. Τους ακολούθησαν όλοι που ήταν στο καφενείο.
Πήγα και εγώ μηχανικά, αν και δεν καταλάβαινε τι έλεγαν και πού πάνε. Πλησίασα τον κλητήρα της κοινότητας, που ήταν ένας ευγενικός άνθρωπος και τον ρώτησα τι έγινε. Πήγε να χαμογελάσει, αλλά αμέσως με σοβαρό ύφος μου είπε, ότι στον άλλο μαχαλά μένει η νεαρή δασκάλα που πρόσφατα είχε διοριστεί στο σχολείο τους.
Γι΄ αυτήν, λέει, ρωτούσε ο ταξιτζής να μάθει που μένει και τι άνθρωποι είναι αυτοί που έχουν το σπίτι. Και επειδή οι νεαροί που ήταν μέσα στο ταξί έκαναν παρατήρηση στον ταξιτζή να συντομεύει και να μην λέει πολλά, βγάλαμε το συμπέρασμα ότι σκοπός τους είναι να απαγάγουν τη δασκάλα. Μετά τον ρώτησε τι είπε ο πρόεδρος στη διπλανή παρέα και σηκώθηκαν κι αυτοί αμέσως αναστατωμένοι.
- Αυτοί, μου είπε, είναι τα Τ.Ε.Α. του χωριού και τους είπε να πάνε να πάρουν τα όπλα τους και να έλθουν στο σπίτι της δασκάλας, για να εμποδίσουν την απαγωγή της.
Ανοίγοντας τον βηματισμό του για να φθάσει τους άλλους μου είπε ότι, αν ήθελα μπορούσα να τους ακολουθήσω.
Επειδή στην Κρήτη δεν είναι σπάνιο οι νεαροί να κλέβουν τις κοπελιές τους, πέρασε από το μυαλό μου, ότι θα έβλεπα μια τέτοια περίπτωση ζωντανή στη Λάρισα, σαν εκείνη την κινηματογραφική των Βροντάκηδων και Φουρτουνάκηδων με την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Σε λίγο φθάσαμε στο σπίτι της δασκάλας. Ηταν ένα διώροφο με μεγάλη αυλή και φωτισμένο με όλες τις λάμπες που διέθεταν. Κάτω στο δρόμο ήταν το ταξί με αναμμένη τη μηχανή και ο ταξιτζής στο τιμόνι.
Οι νεαροί είχαν πάει πάνω στο σπίτι.
Βλέποντας ο ταξιτζής τόσο κόσμο αγριεμένο βγήκε και ρωτούσε τι συμβαίνει. Επειδή του μιλούσαν βλάχικα δεν καταλάβαινε και φοβισμένος πήγε να φύγει με το ταξί.
Τότε μπήκαν μπροστά του τα Τ.Ε.Α. και αυστηρά του είπαν ότι δεν θα πάει πουθενά. Ακουσε τη φασαρία η σπιτονοικοκυρά της δασκάλας, κατέβηκε κάτω και ρωτούσε τον πρόεδρο τι συμβαίνει και γιατί μαζεύτηκε τόσος κόσμος στο σπίτι της.
Ο πρόεδρος της απάντησε νευριασμένος ότι δεν είναι σωστό να καλύπτει τη δασκάλα και να φεύγει τέτοια ώρα από το χωριό με δύο άγνωστους νεαρούς. Τότε κατέβηκε και η δασκάλα. Ηταν μια πολύ ωραία κοπέλα, είκοσι πέντε χρόνων και άκουγα που τη φώναζαν Σοφία.
Ευγενικά πλησίασε τον πρόεδρο και τον ρώτησε γιατί την εκθέτουν χωρίς λόγο και πως θα πάει τη Δευτέρα στο σχολείο να κάνει μάθημα στα παιδιά.
- Ακου δασκάλα, της λέει ο πρόεδρος, εμείς εδώ είμαστε σοβαρό χωριό. Τα κορίτσια τα δικά μας δεν φεύγουν με ταξί νύχτα και να γυρνάνε με αγνώστους. Εσύ θα έπρεπε να είσαι το καλό παράδειγμα.
- Κύριε πρόεδρε, οι νεαροί δεν μου είναι άγνωστοι. Ο Τάκης είναι συνάδελφος και συντοπίτης μου και κάτι μας συνδέει και ο Χρήστος είναι φίλος μας και έχει μεγάλο εμπορικό κατάστημα στο κέντρο της Λάρισας.
- Και αφού λες Σοφία ότι με τον δάσκαλο έχετε σχέση, έχει έλθει στους γονείς σου να σε ζητήσει;
- Όχι ακόμη κύριε πρόεδρε. Είναι νωρίς.
- Αν ήταν σωστός έπρεπε πρώτα να είχε έλθει στους δικούς σου και μετά να έρχεται να σε παίρνει για βόλτες.
Εν τω μεταξύ είχαν πλησιάσει και οι δύο νεαροί, άκουγαν αλλά δεν επενέβαιναν στη συζήτηση. Επειδή έβλεπα τη δασκάλα δακρυσμένη, αλλά και τον πρόεδρο να είναι ανένδοτος, σκέφτηκα να κάνω μια παρέμβαση για να ξεμπλοκάρω την κατάσταση.
- Κύριε πρόεδρε, αν και είμαι ξένος, μπορώ να κάνω μια πρόταση;
- Ο,τι πρόταση και να κάνεις, η Σοφία δεν πρόκειται να φύγει απόψε από το χωριό.
Εγώ πρόεδρε θέλω να ρωτήσω αν έχετε αστυνομία, γιατί νομίζω ότι αυτή είναι περισσότερο αρμόδια γι΄ αυτό το θέμα και όχι ο πρόεδρος και τα ΤΕΑ.
Με αγριοκοίταξε και μου είπε κοφτά.
- Εσύ δεν ξέρεις τα δικά μας ήθη και έθιμα.
Ο κλητήρας όμως άρπαξε την ευκαιρία και του είπε.
- Πρόεδρε έχει δίκαιο ο Μανώλης.
Τότε φάνηκε ότι ο πρόεδρος άρχισε να μαλακώνει.
Γυρνάει και μου λέει:
- Η αστυνομία είναι σε άλλο χωριό και αυτή την ώρα θα κοιμούνται, όπως θα κοιμάται και ο δικός μας ο μπακάλης, που έχει το τηλέφωνο στο μαγαζί του.
Επεμβαίνει πάλι ο κλητήρας.
- Πρόεδρε θα πάω εγώ να ξυπνήσω τον μπακάλη και έλα στο μαγαζί να μιλήσεις με τον αστυνόμο.
Ετσι και έγινε. Δίδει εντολή στα ΤΕΑ να παραμείνουν μέχρι να επιστρέψει και με τη δικαιολογία ότι το μπακάλικο είναι στον άλλο μαχαλά ζήτησε από τον ταξιτζή να τον πάει. Αυτό πιστεύω το έκανε για να μην μπορέσουν να φύγουν όσο θα απουσίαζε.
Με φώναξε και με πήρε μαζί του.
Σε λίγο ήλθε ο μπακάλης που φαινόταν αγουροξυπνημένος, αλλά δεν είπε τίποτα.
Η συσκευή του τηλεφώνου ήταν παλιά και ογκώδης με μανιβέλα. Αρχισε ο μπακάλης τις προσπάθειες να επικοινωνήσει. Επειδή δεν απαντούσαν ο πρόεδρος είπε:
- Πάμε να φύγουμε, αυτοί θα κοιμούνται.
Ο μπακάλης όμως συνέχισε τις προσπάθειες. Σε λίγο ακούστηκε μια βαριά φωνή.
- Εμπρός ποιος είναι;
- Καπετάνιε, του λέει ο μπακάλης, σε θέλει ο πρόεδρος και του δίνει το ακουστικό.
Ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος
- Ελα Αστυνόμε.
- Πρόεδρε τι συμβαίνει τέτοια ώρα;
- Ένα ταξί με δύο άγνωστους νεαρούς ήλθαν να μας πάρουν τη μικρή δασκάλα, αλλά εγώ με τα ΤΕΑ τους εμποδίσαμε.
- Και τώρα πού είναι η δασκάλα με τους υποτιθέμενους απαγωγείς;
- Στο σπίτι της και τη φυλάνε τα ΤΕΑ.
- Πόσο χρόνων είναι η δασκάλα πρόεδρε;
- Θα είναι γύρω στα είκοσι πέντε.
- Και αυτή τι λέει;
- Λέει ότι θέλει να πάει μαζί τους βόλτα, γιατί με τον ένα σχετίζονται.
- Και που είναι το πρόβλημα πρόεδρε; Αφησε τα παιδιά να πάνε όπου θέλουν. Πού ξέρεις, ίσως σε λίγο καιρό να φάμε και κουφέτα.
Ο πρόεδρος βέβαια δεν ικανοποιήθηκε απ΄ αυτή την εξέλιξη. Εμεινε για λίγο σκεπτικός και μετά είπε στον κλητήρα.
- Πηγαίνετε, πες στους δικούς μας να αποχωρήσουν και η δασκάλα ας πάει όπου θέλει. Εγώ θα πάω σπίτι μου γιατί δεν αισθάνομαι καλά.
Κλείνοντας σημειώνω ότι, όπως προέβλεψε ο αστυνόμος το καλοκαίρι η Σοφία παντρεύτηκε τον Τάκη. Ο γάμος έγινε στο χωριό της δασκάλας με κουμπάρο τον φίλο τους τον Χρήστο και με πολλούς καλεσμένους. Αλλά τον πρόεδρο και τον αστυνόμο τούς είχαν στο καλύτερο τραπέζι.