Του Χρήστου Τσαντήλα
ΛΟΙΠΟΝ εμείς εδώ στην επαρχιακή Ελλάδα, θα πρέπει να είμαστε λίγο πιο μακριά από την πραγματικότητα, όσον αφορά στην ακριβή κατάσταση της πλειοψηφίας του λαού που κτυπήθηκε από την πρωτοφανή κρίση η οποία δεν λέει να μας εγκαταλείψει. Για όσους από εμάς πιστεύουν το αντίθετο και (στην επίσης πραγματική εικόνα) ότι «η επαρχία ερημώνει, πεθαίνει», ότι «δεν υπάρχουν δουλειές και ο πληθυσμός μετακόμισε στις μεγαλουπόλεις», υπάρχει ο αντίλογος. Σαν μια καθημερινή, πραγματική ιστορία, όπως την έζησε η σύζυγος συναδέλφου μου που βρέθηκε σε ουρά τράπεζας της Αθήνας, να πληρώσει λογαριασμούς και γύρισε σπίτι με μια τεράστια θλίψη μέσα της.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ λοιπόν εκεί, περιμένοντας στη σειρά, μια ηλικιωμένη γυναίκα που κι αυτή περίμενε να φτάσει στον ταμία. Και ως συνήθως οι ηλικιωμένες αρχίζουν πρώτες την κουβέντα...
-Ζαλίζομαι κιόλας κορίτσι μου... τι να κάνω, όμως, πρέπει να περιμένω...
-Γιατί ζαλίζεστε κυρία μου, μήπως είστε άρρωστη;... πήγατε σε γιατρό; (Πάντα ενδιαφέρεται και συμπονά η σύζυγος του συναδέλφου).
-Όλο τον μήνα, τρώω γάλα και ψωμί κορίτσι μου ...γι' αυτό ζαλίζομαι... Τι να σου κάνουν και τα γεράματα, δεν με κρατούν πια τα πόδια μου...
ΕΚΕΙΝΗ την ημέρα είχε πολύ κόσμο η τράπεζα, ήταν τέλη του μηνός που όλη η Ελλάδα εξαναγκάζεται τέσσερα χρόνια τώρα να «προσκυνάει» τους δανειστές, πληρώνοντας φόρους δυσβάστακτους, ακόμα και ενοίκιο στο ίδιο του το σπίτι, και έτσι η γυναίκα του συναδέλφου μου με τη μεγάλη κυρία «έστησαν για ώρα την κουβέντα».
-Μα καλά δεν είστε συνταξιούχος; Δεν φτάνει η σύνταξη, ε;
-Όχι κοπέλα μου παίρνω καλή σύνταξη, να, μου δίνουν κοντά 750 ευρώ, καλά είναι. Αλλά έχω να βοηθήσω κόσμο εγώ, δεν είναι για μένα...
ΣΤΗΝ αρχή η σύζυγος του εξ Αθηνών συναδέλφου μου, νόμισε ότι η μεγάλη γυναίκα έδινε τη σύνταξή της βοηθώντας φτωχούς και αδυνάτους. Με την κουβέντα όμως να προχωρά, γυναίκες βλέπετε, όλα στη φόρα, ήρθαν και τα δυσάρεστα, τα καταθλιπτικά. Η γυναίκα που ζαλίζεται, τρώγοντας γάλα και ψωμί, έχει δύο παιδιά. Ο ένας εργένης και άνεργος. Ο άλλος παντρεμένος, με δύο παιδιά, άνεργος επίσης κι αυτός, άνεργη και η γυναίκα του. Τα παιδιά σχολείο. Λεφτά από πουθενά. Όλοι με τη σύνταξη της γιαγιάς. Που φτάνει μόνο για τους λογαριασμούς ρεύματος και κοινοχρήστων. Και της μένουν κάτι ψιλά για το γάλα και το ψωμί...
ΥΣΤΕΡΑ κατάλαβα γιατί ο συνάδελφός μου με διόρθωσε όταν του είπα ότι και εδώ στην επαρχία τα πράγματα είναι δραματικά, ο κόσμος δεν έχει τα βασικά. Τότε κατάλαβα ποια είναι η διαφορά της γιαγιάς των Αθηνών με τη γιαγιά της επαρχιακής Λάρισας. Η δεύτερη γιαγιά μπορεί να μοιράζει τη σύνταξη σε τρεις οικογένειες, όπως εκείνη της πρωτεύουσας, αλλά η δικιά μας μπορεί να περάσει με κανένα αυγό, καμιά κοτούλα, λίγα ζαρζαβάτια και με ζυμωτό ψωμί... Και να σκεφθείς - μου λέει ο συνάδελφος - ότι στην Αθήνα ζει ο μισός πληθυσμός της Ελλάδος...