Της Καλλίτσα Γκουράβα Δικτά, λογοτέχνη
«Γιώργο τι θα κάνουμε, θα βγούμε απόψε;» Ακούστηκε η φωνή της Μαρίας.
«Όπως θέλεις Μαρία μου, δεν θα ήταν άσχημα να βγαίναμε λιγάκι να ξεσκάσουμε, απόκριες είναι.
Βαρέθηκα την κρίση, τα προβλήματα, τη γκρίνια όλων μας, την τηλεόραση με τον ατελείωτο πανικό, τις απεργίες και τους δημοσιογράφους, να βγαίνουν στα κανάλια και να σου …κόβουν το αίμα.
Να, τώρα λες, θα χαθούμε, θα καταστραφούμε…!»
«Έχεις δίκιο Γιώργο κι εγώ βαρέθηκα, αλλά βαρέθηκα και κάτι άλλο. Αυτές τις εξόδους χωρίς νόημα. Τα τσάγια, τους καφέδες, τις σαχλές κουβέντες, τα άνοστα αστεία και γενικά όλα αυτά που συνθέτουν τη ζωή ενός κοσμικού, κοινωνικού ανθρώπου…
Απ` την άλλη πάλι τρέμω τη μοναξιά, την απομόνωση απ` το σύνολο. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει, νιώθω ένα κενό μέσα μου».
Ο Γιώργος άνθρωπος σίγουρος για τον εαυτό του, προσγειωμένος και λογικός, χαμογέλασε και πήγε κοντά της.
«Σήκω να ντυθείς αγάπη μου να βγούμε, να πάμε στο σπίτι των φίλων μας, όπως είχαμε προγραμματίσει, κι όταν βρεθείς ανάμεσα σε κόσμο, θα το δεις, όλα θα περάσουν».
«Όλα θα περάσουν…» επανέλαβε η Μαρία λίγο ειρωνικά και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, να πάρει ένα παυσίπονο να λιγοστέψει ο πονοκέφαλος, που την ταλαιπωρούσε μια ζωή.
Εκεί στην κουζίνα καθισμένη σ` ένα μικρό καναπεδάκι βρήκε τη Γιάννα, την κοπέλα που τη βοηθούσε στις δουλειές. Κάθισε δίπλα της. Κοντά σ` αυτό το κορίτσι ένιωθε όμορφα, ένιωθε μια ζεστασιά. Συζητούσαν με τις ώρες όταν καθόταν η Γιάννα να πιει το καφεδάκι της και να ξεκουραστεί. Είχε πλήρη ελευθερία σ` εκείνο το σπιτικό, δεν ένιωσε ποτέ παρακατιανή και παραδουλεύτρα.
Η Μαρία ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, μα πολύ ανήσυχος και ευαίσθητος. Δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένη απ` τον εαυτό της.
Από τότε που κατάλαβε τον κόσμο, μία ήταν η προσπάθειά της, να τελειοποιηθεί σαν άνθρωπος.
«Αρκέσου Μαρία μου σ` αυτό που είσαι», της έλεγε συχνά ο Γιώργος, «δεν υπάρχει πουθενά το τέλειο. Δεν θα ζήσουμε αιώνια σ` αυτή τη ζωή…»
Σοφά λόγια, μα συνηθισμένα και …φθαρμένα. Η Μαρία είχε έναν δικό της τρόπο να σκέφτεται, όχι δεν μπορούσε ο Γιώργος να την καταλάβει.
Εκείνος ήταν άνθρωπος εύκολος, απλός και ευθύς και δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τα …μονοπάτια της ψυχής της. Μόνο εκείνο το κορίτσι, η Γιάννα, που δεν είχε καμιά μόρφωση και καμιά καλλιέργεια, αισθανόταν πως την καταλάβαινε.
Ένιωθε να γαληνεύει μετά από μια συζήτηση μαζί της. Κάποια μέρα της είπε.
«Κυρία Μαρία, δεν πρέπει να είστε ευτυχισμένη, το βλέπω στα μάτια σας. Κι όμως αυτό το σπίτι είναι παράδεισος, δεν του λείπει τίποτα κι ο κύριος σας αγαπάει… Όμως εσείς κάτι άλλο ζητάτε φαίνεται απ` τη ζωή… ίσως, ίσως ένα παιδί… συγχωρείστε με… ξέρω το πρόβλημά σας, αλλά κυρία, όταν μια γυναίκα δεν μπορεί να γίνει μάνα, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να σφίξει στην αγκαλιά της ένα άλλο παιδί.
Υπάρχουν τόσα παιδιά εκεί έξω, φτωχά και απροστάτευτα… Σκεφτείτε το λιγάκι, στο χωριό μου υπάρχει μια πολύτεκνη οικογένεια. Μόλις πριν λίγους μήνες γεννήθηκε το τελευταίο παιδί… Δεν έχουν ούτε το καθημερινό τους. Είναι ένα αγοράκι υγιέστατο με έξυπνα ματάκια, αν το πάρετε κοντά σας θα σας αλλάξει τη ζωή, πιστέψτε με. Αυτόν τον καιρό ψάχνουν κάποιο ίδρυμα να το βάλουν, αν δεν ενδιαφερθεί κάποιος να το υιοθετήσει.
Αυτά της είπε η Γιάννα εκείνη την ημέρα και της καρφώθηκε η ιδέα να πάει να γνωρίσει τους πολύτεκνους γονείς και το νεογέννητο αγοράκι. Όμως όλο το ανέβαλε, είχε ένα σφίξιμο, ένα φόβο, δεν ήξερε πώς θα το πάρει ο Γιώργος. Εκείνη τη βραδιά εκεί στην κουζίνα, πήρε την απόφασή της, Θα μιλούσε στον άντρα της. Πίστευε πως δεν θα ήταν αρνητικός, αφού το ήθελε εκείνη τόσο πολύ. Αντί να πήγαιναν στο μπαλ-μασκέ των φίλων, προτιμούσε να πάνε στο χωριό, μαζί με τη Γιάννα να γνωρίσει την πολύτεκνη οικογένεια. Στη σκέψη αυτή ένιωσε ένα πέταγμα στο μέρος της καρδιάς. Ναι, ήταν χαρά αυτό. Ας μην πήγαινε άλλο ένα βράδυ απ` τη ζωή της …χαμένο – έστω κι αν αυτό το βράδυ ήταν αποκριάτικο – μέσα σε κολακείες, τσιγάρα, καπνούς, κοσμικότητες κι ένα σωρό άχρηστα πράγματα, από εκείνα που σε βγάζουν απ` τον προορισμό σου…
Ο δρόμος για το κοντινό χωριό, αυτά τα δέκα χιλιόμετρα, της Μαρίας της φάνηκαν ατέλειωτα. Οι γονείς του μωρού τους περίμεναν, τους είχε τηλεφωνήσει η Γιάννα νωρίτερα κι από μέρες τους είχε προετοιμάσει και τους είχε μιλήσει για το ενδιαφέρον που έδειχνε η κυρία της, για το μωρό τους.
Πλησιάζοντας στο φτωχικό εκείνο σπιτάκι, άκουσαν το κλάμα του μωρού. Της Μαρίας της φάνηκε σαν …ουράνια μουσική. Παρκάροντας το αυτοκίνητο ο Γιώργος στη τεράστια αυλή, πήδηξε πρώτη και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Της άνοιξαν διάπλατα, μ` ένα πλατύ χαμόγελο οι γονείς του παιδιού κι εκεί στο μικρό σαλόνι είδε δυο μαύρα ματάκια να την κοιτάζουν και δυο χεράκια να κινούνται και να την …καλούν να πάει κοντά του.
Τι κι αν δεν το έφερε η ίδια στον κόσμο… ήταν ένα παιδί ανυπεράσπιστο, που είχε ανάγκη απ` τη φροντίδα της, την προστασία και τη ζεστή αγκαλιά της. Ένα παιδί που θα την έβγαζε απ` την άδεια ζωή της και θα δικαίωνε την ύπαρξή της.