Γράφει ο Αχιλλέας Τραγούδας
ΗΤΑΝ εννέα η ώρα το πρωί κι εγώ απολάμβανα τον πρώτο καφέ της ημέρας όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
«Χρόνια μου πολλά», είπε η αντρική φωνή στο ακουστικό, αφήνοντας να πλανηθεί στην ατμόσφαιρα μια ευχάριστη δόση μυστηρίου. Έμεινα αμήχανος για λίγα δευτερόλεπτα κι έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να εντοπίσω την ταυτότητα του συνομιλητή μου. Η φωνή μπορεί να έδινε την αίσθηση ότι είχε δραπετεύσει από το μακρινό παρελθόν, αλλά είχε μια γλυκύτητα και οικειότητα αρκετά γνώριμη.
«Δεν είναι η κατάλληλη ώρα για γρίφους», είπε πάλι η φωνή και πρόσθεσε σχεδόν αμέσως. «Ο Δημήτρης είμαι»...
Ο Δημήτρης! Ο αδελφικός φίλος στα υπέροχα γυμνασιακά χρόνια, ο συνοδοιπόρος στα σκασιαρχεία, ο συμπαίχτης στα μπιλιάρδα, ο κολλητός στις μπουρδελότσαρκες, ο εξομολογητής στα ερωτικά σκιρτήματα, ο μυητής στο κάπνισμα... Γνωριστήκαμε την πρώτη μας μέρα στο γυμνάσιο, όταν εντελώς τυχαία καθίσαμε στο ίδιο θρανίο, και μείναμε αυτοκόλλητοι για έξι ολόκληρα χρόνια. Ύστερα οι δρόμοι μας χώρισαν ξαφνικά: σπουδές, στρατιωτική θητεία, προσπάθειες για επαγγελματική ανέλιξη... Εκείνος δεν έγινε σχεδιαστής αυτοκινήτων που πάντα ζήλευε στις σελίδες των «4 Τροχών», ούτε εγώ free lancer φωτογράφος που πάντα ονειρευόμουν στις σελίδες του «National Geographic» -καταλήξαμε, αυτός πάνω από ένα αρχιτεκτονικό σχεδιαστήριο και η αφεντιά μου πίσω από μια γραφομηχανή εφημερίδας. Με ανεκπλήρωτα όνειρα πίσω μας και μια σκληρή πραγματικότητα εμπρός μας, πορευόμασταν στους δρόμους της ίδιας πόλης για περισσότερα από 30 χρόνια, κόβοντας κάθε ομφάλιο δεσμό. Ανεξήγητα! Αδικαιολόγητα! Και οι φορές που συναντηθήκαμε στο δρόμο, δεν θάταν περισσότερες από δέκα -κι αυτές, τυχαία και βιαστικά, με διάχυτη την αμηχανία στα πρόσωπά μας, σαν να ντρεπόμασταν γι’ αυτό. Και η τυπική υπόσχεση «να βρεθούμε ρε συ, να τα πούμε καμιά φορά», κάθε που τέλειωνε η ολιγόλεπτη συνάντησή μας, να μένει μετέωρη και ένοχη...
«Έχω γενέθλια, γι’ αυτό οι ευχές», είπε ο Δημήτρης, βγάζοντάς με από τις σκέψεις μου. «Και πριν αρχίσεις τις ειρωνείες, σου λέω ότι τα γενέθλια είναι απλά η αφορμή».
«Για ποιο πράγμα;» απόρησα
«Για ένα πάρτι συνάντησης της παρέας, κάτι σαν reunion! Το φαντάζεσαι; Μετά από 35 χρόνια και κάτι, πάλι μαζί!», απάντησε ενθουσιασμένος ο Δημήτρης.
Ακολούθησαν κάποια δευτερόλεπτα αμήχανης σιωπής, ίδια με αυτά των τυχαίων συναντήσεών μας στον δρόμο...
«Πώς έγινε και χαθήκαμε όλα αυτά τα χρόνια, βρε Αχιλλέα;»
«Πώς αφήσαμε να περάσουν όλα αυτά τα χρόνια χωρίς να βρεθούμε, βρε Δημήτρη;»
Και είμαι σίγουρος ότι, αν ήμασταν ο ένας απέναντι στον άλλο, θα κατεβάζαμε τα βλέμματά μας από ντροπή...
ΤΑ ΕΙΧΕ κανονίσει όλα, όπως και τότε. Στο πατρικό του σπίτι, όπως και τότε. Κι έμοιαζαν όλα ίδια, όπως και τότε. Σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Το πικάπ, πάνω στο παλιό κομό και δίπλα του οι ίδιοι εκείνοι δίσκοι βινυλίου. Στο τραπέζι της γωνίας, μόνο βερμούτ και ξηροί καρποί. Τα αρχαία φωτιστικά, καλυμμένα με πολύχρωμες λεπτές μαντήλες για ατμόσφαιρα. Οι καναπέδες με τις καρέκλες, περιμετρικά στους τοίχους. Και ήταν όλοι εκεί! Σαν ένοχοι που γύρισαν στον τόπο του εγκλήματος. Ο Σταύρος, ο Πάνος, η Τέτη, ο Νίκος, η Κατερίνα, η Θάλεια, ο Λεωνίδας, η Λένα, ο Χάρης, η Ειρήνη... Κι ο Δημήτρης να σημαδεύει τη βελόνα του πικάπ στο «Oh! Mon Amour» του Christophe. Εικόνες αγαπημένες από το χθες ζωντάνεψαν στο μυαλό μου. Με ταξίδεψαν, μου θύμισαν, μου χαμογέλασαν! Ένιωσα λες κι είχαμε να συναντηθούμε από τις διακοπές του περασμένου καλοκαιριού. Εύθυμοι, χαρούμενοι, νοσταλγικοί. Κι όλα αυτά, να μπερδεύονται γλυκά με τα παραπανήσια κιλά μας, τις ρυτίδες μας, τα αραιωμένα μαλλιά μας...
Και, ξαφνικά, όλα ανατράπηκαν. Σαν από το «Ρόδο του Καΐρου» του Woody Allen, όλα δρασκέλισαν από τη μαγεία της οθόνης και βρέθηκαν στη μιζέρια του σήμερα. Σαν το σήμερα να μην έχει αύριο. Σαν οι ζωές μας να πήγαν στράφι... Σαν τα «αν» να στραγγάλισαν τα «θέλω» μας... Για κάποια λεπτά της ώρας δεν άκουγα τα λόγια των αλλοτινών μου φίλων, δεν έβλεπα τα πρόσωπά τους. Έβλεπα μόνο χείλη να ανοιγοκλείνουν και να ξερνούν ανεκπλήρωτα όνειρα, λάθος επιλογές, σκληρά διαζύγια, καταπιεσμένη συζυγική ζωή, τριγλυκερίδια και χοληστερίνες... Κάθισα σε μια καρέκλα, ένιωσα τον Δημήτρη να με παρακολουθεί και να καταλαβαίνει...
«Νιώθουν ότι το μέλλον, τους κλείνει την πόρτα», προσπάθησε να τους δικαιολογήσει...
«Νιώθω ότι αυτοί έκλεισαν την πόρτα τους στο μέλλον», είπα απότομα και τα λόγια μου ακούστηκαν σκληρά.
ΑΣΦΥΚΤΙΩ... Πνίγομαι... Ιδρώνω... Τα τινάζω όλα από το μυαλό μου σαν ένα κακό όνειρο και βγαίνω στο δρόμο. Ο Δημήτρης με ακολουθεί. Η γλυκιά βραδιά του Μάρτη μας αγκαλιάζει με συμπόνια και θαλπωρή. Για λίγο περπατάμε αμίλητοι και σκεπτικοί...
«Τελικά, δεν ήταν καλή ιδέα τούτη η συνάντηση. Σαν ξαναζεσταμένο φαγητό μου μοιάζει», είπε.
«Δεν φταίει η συνάντηση», αποκρίθηκα. «Απλά αναρωτιέμαι πού και πώς χάθηκαν οι εφηβικοί μας φίλοι. Δεν είμαι σπουδαιότερος από αυτούς, αλλά σήμερα ένιωσα τόσο διαφορετικός από αυτούς!»
«Τελικά, κάποιους, η ζωή δεν τους κάνει σοφούς και αισιόδοξους», είπε με προφανές υπονοούμενο.
«Κάποιους!... Δηλαδή, εμείς δεν είμαστε μέσα σ’ αυτούς»; ρώτησα, ξέροντας ήδη την αλήθεια, αλλά ζητώντας επιβεβαίωση.
«Σίγουρα... Μπορεί αυτά τα χρόνια να είχαμε χαθεί, αλλά κάτι μέσα μου μού έλεγε ότι δεν έδινες δεκάρα για τα ανεκπλήρωτα όνειρα. Κι απόψε το επιβεβαίωσες εκεί μέσα».
«Το ίδιο πίστευα κι εγώ για σένα. Γιατί με τα χρόνια κατάλαβα ότι η διάθεση για ζωή φαίνεται από την εφηβεία, δεν σκάει μύτη στα γεράματα, ξαφνικά και με επιφοίτηση του αγίου πνεύματος. Ή την έχεις, ή δεν την έχεις», είπα με τρόπο απόλυτο.
Μείναμε για λίγο αμίλητοι, λες και θέλαμε να δώσουμε την πρέπουσα σοβαρότητα στη στιγμή...
«Πριν λίγα χρόνια –είπα σπάζοντας τη σιωπή- βρέθηκα στο Μαρανέλο. Και σε σκέφτηκα. Σε σκέφτηκα σ’ ένα σχεδιαστήριο της Ferrari να σκιτσάρεις πάνω σε λευκά χαρτιά μια κόκκινη βολίδα για τρελαμένους».
«Ξέρεις, ακόμα σχεδιάζω αυτοκίνητα. Σπορ, ανοιχτά και κόκκινα. Κι ας μην τα δω ποτέ στους δρόμους», είπε κι αμέσως χαμογέλασε...
«Γιατί χαμογελάς;» ρώτησα.
«Γιατί κι εγώ πάντα σε φανταζόμουνα να ταξιδεύεις με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι».
«Πάντα ταξίδευα κι εξακολουθώ να ταξιδεύω με μια μηχανή στο χέρι. Κι ας μη δω ποτέ φωτογραφίες μου στο National Geographic», αποκρίθηκα κι εγώ χαμογελώντας.
«Μεγάλη υπόθεση η διάθεση για «ταξίδι»! Α, ρε Καβάφη, τα είπες όλα με την «Ιθάκη» σου, όλο το νόημα της ζωής σε ένα ποίημα!», κατέληξε...
Ώσπου, βαδίζοντας, φτάσαμε εκεί... Στο γραφείο τελετών της γωνίας... Σταματήσαμε στην άκρη του πεζοδρομίου... Ανταλλάξαμε πονηριές ματιές, έτοιμοι για την κατεργαριά μας...
«Όπως πριν 35 χρόνια;» ρώτησε ο Δημήτρης.
«Όπως πριν 35 χρόνια», συμφώνησα.
Αποστηθίσαμε τον αριθμό που ήταν γραμμένο στην τζαμαρία, μπήκαμε στον απέναντι τηλεφωνικό θάλαμο –όπως τότε- και σχηματίσαμε αργά και τελετουργικά ένα-ένα τα ψηφία. Ο ήχος του τηλεφώνου τρόμαξε τον άντρα που είχε βουλιάξει στον καναπέ και αγουροξυπνημένος σήκωσε το ακουστικό... Ενώ εμείς, στο ρυθμό του εμβατηρίου «δεν θα την πάρουνε ποτέ, μα ποτέ, τη γη των Μακεδόνων», τσιρίξαμε με πάθος...
«Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, μα ποτέ, κ..@@@ νεκροθάφτη!...»