Γράφει ο Α. Γιουρμετάκης
Ο ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ και ο Παναθηναϊκός έχουν αναμετρηθεί στο πλαίσιο του ελληνικού πρωταθλήματος μπάσκετ την τελευταία εικοσαετία, πάνω από εξήντα φορές... Κάθε αναμέτρησή τους και ιδίως αυτές των τελευταίων ετών που γίνονται για να κρίνουν ποιος θα αναδειχθεί πρωταθλητής Ελλάδας, είναι ένας μικρός πόλεμος... Η συνήθης κατάληξή του είναι η διακοπή του αγώνα (συνέβη δύο φορές την τελευταία τριετία), η εκκένωση του γηπέδου από φιλάθλους, η ανταλλαγή υβριστικών συναισθημάτων, η ρίψη κροτίδων (ή διαφόρων αντικειμένων) και αδιαλείπτως ο άγριος καβγάς των χορηγών - προέδρων των δύο ομάδων... Περιττό να σημειώσουμε ότι η Πολιτεία απαγορεύει την ταυτόχρονη παρουσία οπαδών και των δύο ομάδων σε κάθε αγώνα γιατί εκτιμά πως θα έχουμε νεκρούς... Έτσι, όταν ο αγώνας διεξάγεται στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στις εξέδρες βρίσκονται μόνο οπαδοί του Παναθηναϊκού και όταν διεξάγεται στο γήπεδο του Ολυμπιακού, στις εξέδρες βρίσκονται μόνον οπαδοί του Ολυμπιακού.
Οι δύο αυτές ομάδες όμως, δεν πρωταγωνιστούν μόνο στο ελληνικό πρωτάθλημα, αλλά και στο ευρωπαϊκό, την περίφημη «Ευρωλίγκα». Έτσι, όταν προ πενταετίας κληρώθηκαν ν’ αναμετρηθούν μεταξύ τους στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος μπάσκετ, οι αγώνες τους διεξήχθησαν παρουσία φιλάθλων και των δύο ομάδων, χωρίς το παραμικρό επεισόδιο και «χωρίς ν’ ανοίξει ρουθούνι». Η προειδοποίηση της ευρωπαϊκής αρχής ήταν σαφής: μια αναπαραγωγή του ελληνικού φαινομένου σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα επέφερε εξοντωτική τιμωρία για τους δύο συλλόγους. Τιμωρία πραγματική, που θα επιβάλλονταν χωρίς να φοβάται κάποιος πολιτικά κόστη, τα ονόματα των ομάδων και άλλους ανασχετικούς παράγοντες...
Το παραπάνω παράδειγμα, ιδιαιτέρως επίκαιρο μετά τα όσα συνέβησαν προχθές στο ματς ΠΑΟΚ – Ολυμπιακού, δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια ανάγλυφη εικόνα της απόστασης που χωρίζει την Ευρώπη από την Ελλάδα... Και όχι μόνο στα γήπεδα βεβαίως, αλλά σ’ όλες τις εκφάνσεις τις κοινωνικής ζωής... Γιατί, με την ίδια λογική που ο Παναθηναϊκός κι ο Ολυμπιακός συμπεριφέρονται ως «Έλληνες» στις εθνικές διοργανώσεις και ως «Ευρωπαίοι» στις ευρωπαϊκές, συμπεριφερόμαστε όλοι: δεν διανοούμαστε να περάσουμε με κόκκινο όταν οδηγούμε στην Ευρώπη, ακόμη κι αν το κάνουμε καθημερινά στην Ελλάδα, δεν διεκδικούμε το δικαίωμα να καπνίσουμε σε δημόσιους χώρους όταν είμαστε στην Ευρώπη, ενώ στην Ελλάδα αδιαφορούμε για τον αντικαπνιστικό νόμο που τρεις διαφορετικές κυβερνήσεις θέλησαν να εφαρμόσουν την τελευταία δεκαετία και «έσπασαν τα μούτρα τους»...
ΤΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ στο ματς της Θεσσαλονίκης, την περασμένη Τετάρτη αποδεικνύουν ότι αυτή η χώρα είναι τόσο «μη χώρα» πλέον, που ούτε καν τη διεξαγωγή ενός ποδοσφαιρικού αγώνα δεν μπορεί να εγγυηθεί... Πόσο μάλλον, τη διαφύλαξη των συνόρων της από χιλιάδες πρόσφυγες ή τη διαχείριση των ροών τους, και τη φιλοξενία τους σε ανθρώπινες συνθήκες... Δεν είναι μια διαπίστωση που την οφείλουμε στην έξαρση του προσφυγικού... Την έχουμε ξανακάνει όταν τα σύνορά μας δεν περνούσαν Σύριοι πρόσφυγες, αλλά Αλβανοί λαθρομετανάστες... Θυμόμαστε όλοι άλλωστε, την ευκολία με την οποία περνούσαν στο ελληνικό έδαφος από φυλασσόμενους ή αφύλακτους «διαδρόμους», θυμόμαστε και τον απαξιωτικό τρόπο με τον οποίο μας διαβεβαίωναν ότι θα ξαναγύριζαν μέσα από την «κλούβα» της Αστυνομίας που τους επαναπροωθούσε στη χώρα τους... «Ξέφραγο αμπέλι» και τότε, «ξέφραγο και σήμερα»... Απροετοίμαστο και τότε, απροετοίμαστο και σήμερα!... Ανεπαρκές τότε, ανεπαρκές και σήμερα...
«ΑΥΤΗ είναι η Ελλάδα» είχε πει με εξίσου απαξιωτικό τρόπο ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης πριν είκοσι χρόνια, την επομένη του ναυαγίου του Σάμινα... Το ευρωπαϊκό πλαίσιο δεν την αφορά, είτε ποδόσφαιρο παίζει, είτε πρόσφυγες υποδέχεται, είτε δανείζεται, είτε επιδοτείται, είτε καπνίζει... Μπορεί να καμώνεται την «πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης» (για να αυτοκολακευθεί ή αν είναι να ‘κονομήσει), αλλά κατά βάθος μόνο τσίκνα είναι ικανή να εκπέμπει... Το απέδειξε την Πέμπτη που διέκοψε τη θλίψη της για την έλλειψη ανθρωπιάς εκ μέρους των Ευρωπαίων, για να ψήσει λουκάνικα στην πλατεία υπό τους ήχους των χάλκινων... Με τόση υπερβολή μάλιστα, που αναρωτιόσουν: μα καλά μπρόκολα τρώγαμε τον υπόλοιπο χρόνο;