Κάπως έτσι γράφεται η ιστορία των ανθρώπων. Ξαφνικά, εκεί που δεν την περιμένεις έρχεται και σε συναντά. Βόμβες πέφτουν στα κεφάλια κάποιων ανθρώπων σε έναν άλλο τόπο. Τους λόγους καλά – καλά δεν τους γνωρίζεις, μακριά είναι, τι σε νοιάζει έχεις τα δικά σου. Και το προσπερνάς. Και μια μέρα η ιστορία σου χτυπά την πόρτα. Περνά έξω από το σπίτι σου, έξω από τον δρόμο σου. Νάτην, εκεί, στην εθνική οδό Λάρισας - Πλαταμώνα που ήταν πάντοτε για μας ένας δρόμος χαράς, ο δρόμος προς τη θάλασσα και την αναψυχή και που τώρα έχει γίνει αυτό που λένε «οδός του μαρτυρίου».
Παρατηρώ τις εικόνες στην τηλεόραση. Καραβάνια από μελαχρινούς ανθρώπους, με μαύρα μάτια και μαύρα μαλλιά που βαδίζουν.Με διακατέχει η αίσθηση ότι παρακολουθώ χολιγουντιανή υπερπαραγωγή, με σενάριο παρμένο από τη Βίβλο. Κάτι σαν την Έξοδο των περιπλανώμενων Ιουδαίων προς τη Γη της Επαγγελίας. Δύο, τρεις– αλήθεια, πόσες;-χιλιάδες χρόνια έχουν περάσει; Κι όμως. Πάλι οι ίδιοι λαοί μέσα στο καμίνι... Ποιος Θεός τους καταράστηκε;
* * *
Τέμπη... Η πρόωρα ανθισμένη φύση που φίλησαν οι δικοί μας Θεοί και που ύμνησαν ζωγράφοι και ποιητές, αυτή η απίθανη συστάδα από δάφνες, μυρτιές, αγριομηλιές δεν σου προξενούν ευφορικά συναισθήματα. Με άνθη Επιταφίου μοιάζουν φέτος. «Αι γενεαί πάσαι» των λαών της πάλαι ποτέ Μεσοποταμίας διαβαίνουν την κοιλάδα. Κι εμείς – αιδημόνως- σιωπούμε. Ο Απόλλωνας παίζει τη λύρα του πένθιμα. Δίπλα του η νύμφη, η Δάφνη, δακρύζει
Τι να ‘ναι τάχατες πιο σκληρό για τους ανθρώπους; Το αντίξοο ταξίδι με τα ατέλειωτα χιλιόμετρα ή μήπως η απώλεια μιας πατρίδας; Ασφαλώς το δεύτερο. Γιατί το δράμα της μετακίνησης τελειώνει κάποτε. Και οι δικοί μας το ’22 με πολύ αίμα και δάκρυ έφυγαν απ’ τη Σμύρνη. Μα σαν έφτασαν εδώ και περάσανε τα χρόνια, το ματωμένο ταξίδι ξεχάστηκε, μόνο κάτι ντοκιμαντέρ με αρχειακό υλικό εποχής μας το θυμίζει. Ο πόνος... Ο πόνος από τη χαμένη πατρίδα, τα «ματωμένα χώματα» είναι που έμεινε. Αχ, τι τα θες; Χίλιες ξενιτιές δεν κάνουν μια πατρίδα...
Και τι πατρίδα! Έχοντας ταξιδέψει ξανά και ξανά στη Μέση Ανατολή τα χρόνια τα καλά, πονάω, ακόμη κι εγώ ο αδιάφορος –ας πούμε- δυτικός, για την παραμυθένια Ανατολή που χάθηκε, πόσο μάλλον αυτοί που την έζησαν. Πώς να ξαναπιεί – ας πούμε- ο Σύρος πρόσφυγας -όταν με το καλό φτάσει στον βόρειο προορισμό του – τον ονειρεμένο εκείνο αραβικό καφέ με κάρδαμο και να μην νιώσει μαχαίρια να του κόβουν την ψυχή; Πώς να παλέψει μέσα του τα χρώματα των πολυδαίδαλων παζαριών της Δαμασκού, όπου το κόκκινο συναγωνίζεται το χρυσό και τον μπρούτζο; Πώς να μην του ‘ρχονται κάθε τόσο νοερά στη μύτη μυρουδιές από τα ατέλειωτα και μυστηριώδικα μπαχαρικά της Ανατολής και τα αρώματα τα φτιαγμένα από μύρο; Πίκρα.
* * *
Και απέναντι σ’ αυτούς τους περιπλανώμενους, που σκιές μοιάζουν μάλλον παρά ανθρώποι, ο Έλληνας. Ο Έλληνας της κρίσης. Που τραβάει κι αυτός τα ζόρια του, που είναι άνεργος ή κακοπληρωμένος και που τον έχουν ρημάξει στους φόρους και τα κοψίματα μισθών και συντάξεων. Ο Έλληνας που έχει στείλει κι αυτός τα παιδιά του, στο εξωτερικό, πρόσφυγες κι αυτά αν το σκεφτείς, γιατί κι εδώ σκάνε βόμβες, που είναι βόμβες ανεργίας και απελπισίας. Μπορεί να βρίζει τον Τσίπρα κι όλους αυτούς τους «άχρηστους»που γέμισαν τον τόπο πρόσφυγες και «λαθρομετανάστες» -ναι ο λαός δεν έχει κανένα κώλυμα να τους αποκαλεί και έτσι- αλλά τον πιάνει και το ψυχοπονιάρικό του.
Αφήνει τότε τον καναπέ και τις πολλές κουβέντες και πάει να προσφέρει. «- Σάματις τι φταίν’ κι τα παιδούλια;». Όλο και κάτι θα δώσει απ’ το ντουλάπι του για τον πρόσφυγα που περνάει. Καμιά κονσέρβα, κάνα γάλα, κάνα πάκο χαρτί υγείας- «άι σιχτίρ πια παλιοκερατάδες με τους πολέμους σας»- όλο και κάτι θ’ αφήσει στο Κοινωνικό Παντοπωλείο για να τα πάει ο Δήμος. Μπορεί πάλι να ετοιμάσει μερικά σάντουιτς να τα πάει στο πάρκο της γειτονιάς που στοιβάζονται. Γιατί βλέπεις, ο φτωχός μπορεί να καταλάβει τον φτωχό, και απ’ του φτωχού το πιάτο όλο και κάτι θα φας. Από τα πλούσια πιάτα των Ευρωπαίων του Βορρά, δύσκολο... Πολύ δύσκολο... Και, ντάξει, ούτε οι δικοί μας είναι όλοι Άγιοι. Και μέσα σ’ αυτό το μπούγιο όλο και θα βρεθούν και τα κατακάθια εκείνα που θα τους εκμεταλλευτούν για να κονομήσουν βάζοντας καπέλο ακόμη και στο νερό. Η φτώχεια είναι άγριο πράγμα και γεννά το έγκλημα. Και είναι να μην βρεθείς ξενάκι στους δρόμους της ξενιτιάς και να μην πέσεις στην ανάγκη τέτοιων ανθρώπων.
Τι να πεις και τι να μολογήσεις... Αυτή η ιστορία δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, απλώς γράφεται καθημερινά σαν ένα μωσαϊκό από χιλιάδες μικρές ιστορίες ανθρώπων. Τους ακούω που τις διηγούνται οι ίδιοι στην τηλεόραση. Η νεαρή Χάνα σπούδαζε αρχιτέκτων στη Δαμασκό, «Έφυγα», λέει. Δεν άντεχα άλλο τις εκρήξεις. Παντού εκρήξεις, ποτέ δεν ξέρεις πότε θα πέσει καμιά βόμβα στο κεφάλι σου. Ο νεαρός Νουρ, σπούδαζε διοίκηση επιχειρήσεων... Φοβήθηκε μην τον πάρουν για να πολεμήσει. «Φύγε να γλιτώσεις εσύ που είσαι νέος» του είπε ο πατέρας – και ποιος πατέρας παντού στον κόσμο δεν θα έλεγε τα ίδια; Ποιος δεν θα προστάτευε το παιδί του; Νέα παιδιά, όμορφα παιδιά, παρά την ταλαιπωρία τους. Φορούν ρούχα που προδίδουν μια καλή αστική καταγωγή και μιλάνε ξένες γλώσσες. Αν η Ελλάδα ήταν στα καλά της, αν δεν την είχαμε καταντήσει μια χώρα – διεθνή επαίτη, πόσο μεγάλο κέρδος θα ήταν να κράταγε εδώ αυτά τα παιδιά! Πόσος πλούτος, πόσα μυαλά, πόση δύναμη και νεανική ορμή. Μόνο εμείς το ξέρουμε που χάνουμε κι εμείς τα καλύτερα παιδιά μας που τα χαίρονται άλλες πατρίδες, άλλοι τόποι και άλλες κοινωνίες....
Και οι πρόσφυγες εξακολουθούν να βαδίζουν στην Εθνική... Τα ΜΜΕ εξακολουθούν να αποτυπώνουν συγκινητικές εικόνες αλλά και να ξερνούν χολή για την κρατική ανικανότητα. Η χώρα εμφανίζεται «σε κατάσταση πολιορκίας», σαν ένα ατέλειωτο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Θα τελειώσει κάποια στιγμή αυτή η κατάσταση. Δεν τον κρατάς με τίποτε τον απελπισμένο. Όσους φράχτες και να υψώσεις, αργά ή γρήγορα θα φτάσει στην «Ιθάκη», στο Βορρά. Και κείνο που θα μείνει σε μας, είναι η περηφάνια που τους συντρέξαμε στις δύσκολες αυτές περιστάσεις. Και ποιος ξέρει, καμιά φορά, όλο και κάποια Θεία Δικαιοσύνη μπορεί στη μεγαλοσύνη της να σπλαχνιστεί και μας τους καταραμένους και να μας φέρει καλύτερες μέρες, περισσότερη ελπίδα, λιγότερη απελπισία. Να ξαναπάμε για τα μπάνια μας στον Πλαταμώνα και περνώντας στα Τέμπη να ξανανιώσουμε την ομορφιά από τις ανθισμένες πικροδάφνες...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr