Του Γιώργου Κύρτσου ευρωβουλευτή ΝΔ
Η κυβέρνηση Τσίπρα στηρίζει την οικονομική της πολιτική στη συνεχή αύξηση των φορολογικών βαρών. Κάθε φορά που θέλει να εξυπηρετήσει σκοπιμότητες και να χρηματοδοτήσει τη νομή της εξουσίας προχωρεί στην επιβολή νέων φόρων ή στην αύξηση των ήδη υπαρχόντων. Εάν κρίνουμε όμως από την πορεία των φορολογικών εσόδων το 2015 αυτή η πολιτική είναι αδιέξοδη. Δεν λύνει κανένα πρόβλημα, ενισχύει τις στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας και περιορίζει στο ελάχιστο την αξιοπιστία της κυβέρνησης έναντι των Ευρωπαίων εταίρων και των πιστωτών.
Περισσότεροι φόροι, λιγότερα έσοδα
Στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, οι περισσότεροι φόροι οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε λιγότερα φορολογικά έσοδα. Παρά την υπερφορολόγηση που επιβλήθηκε με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Τσίπρα το 2015, τα συνολικά φορολογικά έσοδα, άμεσοι και έμμεσοι φόροι, μειώθηκαν κατά 610 εκατ. ευρώ ή 1,4% σε σχέση με το 2014.
Ενδεικτικό το παράδειγμα του ΦΠΑ, όπου είχαμε μεγάλες αυξήσεις των συντελεστών σε βάρος του καλαθιού της νοικοκυράς, της εστίασης και της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουρισμού. Παρά τις άδικες και ισοπεδωτικές επιβαρύνσεις, τα έσοδα από τον ΦΠΑ παρέμειναν στάσιμα στα 13,6 δισ. ευρώ.
Χειρότερη είναι η εικόνα σε ό,τι αφορά τους άμεσους φόρους, οι οποίοι μειώθηκαν κατά 611 εκατ. ευρώ ή 3%, το 2015 σε σχέση με το 2014.
Οι φόροι περιουσίας μειώθηκαν κατά 8,5%, τα έσοδα από τους άμεσους φόρους παρελθόντων οικονομικών ετών κατά 11,8%, ενώ τα έσοδα από προσαυξήσεις και πρόστιμα που έχουν σχέση με τους άμεσους φόρους έπεσαν κατά 21%.
Η σημαντική μείωση σε αυτού του είδους τους άμεσους φόρους αναδεικνύει και τη δημαγωγία του κ. Τσίπρα και των συνεργατών του, οι οποίοι μιλούν συνεχώς για επιβολή φορολογίας στη μεγάλη περιουσία, είσπραξη των φόρων που δεν εισέπραξαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, επιβολή ενός αυστηρότερου καθεστώτος σε ό,τι αφορά τις φορολογικές εκκρεμότητες, ενώ όπως δείχνουν τα στοιχεία, κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση.
Η μείωση στους άμεσους φόρους θα ήταν εξαιρετικά σημαντική εάν δεν υπήρχαν οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και οι επιχειρήσεις, οι οποίοι πλήρωσαν τον φορολογικό λογαριασμό σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι κατά το παρελθόν. Τα έσοδα από τους άμεσους φόρους στους μισθούς και στις συντάξεις αυξήθηκαν κατά 11% και αποτελούν τα 2/3 των συνολικών φόρων εισοδήματος. Η κυβέρνηση Τσίπρα στράφηκε κατά των γνωστών θυμάτων του φορολογικού συστήματος και δεν έκανε τίποτα για να σηκώσουν περισσότεροι το αυξημένο φορολογικό φορτίο.
Σημαντική ήταν και η αύξηση του φόρου στις επιχειρήσεις –της τάξης του 9%- το 2015 σε σχέση με το 2014. Προβλέπεται μάλιστα μεγαλύτερη επιβάρυνση του παραγωγικού ιδιωτικού τομέα το 2016 εφόσον ο συντελεστής φορολόγησης αυξάνεται από 26% σε 29% ενώ οι ομόρρυθμες και οι ετερόρρυθμες εταιρίες θα πληρώσουν αυξημένη προκαταβολή φόρου, με συντελεστή 75% αντί για 55%.
Έλλειψη αξιοπιστίας
Η αποτυχία της φορολογικής πολιτικής της κυβέρνησης Τσίπρα υπονομεύει τη διαπραγματευτική θέση της έναντι των Ευρωπαίων εταίρων και των πιστωτών.
Πρώτον, οι εκπρόσωποι των εταίρων και των πιστωτών καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση αδυνατεί να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα παρά τη συνεχή αύξηση των φόρων.
Δεύτερον, αντιλαμβάνονται ότι τον φορολογικό λογαριασμό πληρώνουν οι συνεπείς φορολογούμενοι και ο παραγωγικός ιδιωτικός τομέας της οικονομίας. Από τη στιγμή που η κυβέρνηση δεν διευρύνει, για προφανείς λόγους, τη φορολογική βάση και επιβαρύνει υπέρμετρα τον παραγωγικό ιδιωτικό τομέα, δημιουργούνται οι κοινωνικές και οικονομικές προϋποθέσεις για τη συνέχιση της κρίσης.
Τρίτον, από τη στιγμή που η κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα, οι Ευρωπαίοι εταίροι και οι πιστωτές ζητούν μεγαλύτερες περικοπές δαπανών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις συντάξεις. Με την πολιτική που εφαρμόζει, η κυβέρνηση δεν έχει τα αναγκαία φορολογικά έσοδα για να καλύψει τις δημόσιες δαπάνες στα σημερινά τους επίπεδα, ούτε φυσικά μπορεί να επιτύχει αυξανόμενα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα που θα επιτρέψουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ελληνικού Δημοσίου έναντι των πιστωτών του.