Το πρώτο σοβαρό crash test της χρονιάς περνάει αυτές τις ημέρες ο οργανισμός μας, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών και των συνθηκών καύσωνα, που επικρατούν στη χώρα. Όσο ο υδράργυρος «χτυπά κόκκινο», οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η απώλεια υγρών είναι πιο αυξημένη και η αναπλήρωσή τους ακόμη πιο απαιτητική. Τι συμβουλεύουν: η ενυδάτωση μπορεί να αποτελέσει αντίδοτο σε συνθήκες καύσωνα, όπου ο ανθρώπινος οργανισμός δοκιμάζεται.
Πέρα από τις συστάσεις για περιορισμό της έντονης σωματικής δραστηριότητας και την προσαρμογή διατροφικών συνηθειών, οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι η σωστή και επαρκής ενυδάτωση μπορεί να λειτουργήσει ως «ασπίδα» προστασίας απέναντι στην αφυδάτωση και τις παρενέργειές της.
Βασικό όπλο του ανθρώπινου οργανισμού ενάντια στον καύσωνα είναι η συστηματική κατανάλωση υγρών και ροφημάτων.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA), σε περιόδους μέτριας περιβαλλοντικής θερμοκρασίας η πρόσληψη 2 και 2,5 λίτρων υγρών για γυναίκες και άνδρες αντίστοιχα, με μέτρια επίπεδα φυσικής δραστηριότητας, θεωρείται επαρκής. Το καλοκαίρι, ωστόσο, με τις υψηλές θερμοκρασίες οι συστάσεις τροποποιούνται και επιβάλλεται ακόμα μεγαλύτερη πρόσληψη υγρών (περίπου 1 λίτρο περισσότερο, ανάλογα με την εξωτερική θερμοκρασία ή τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας).
Οι ειδικοί θυμίζουν ότι, σύμφωνα με μετρήσεις, εκτός από τη συνολική ποσότητα νερού που καταναλώνουμε, το 20-30% προέρχεται από τα τρόφιμα και το 70-80% από διάφορα υγρά. Εκτός από το νερό, ενυδατική δράση, σύμφωνα με τις έρευνες, έχουν όλα τα μη-αλκοολούχα ποτά και ροφήματα όπως το γάλα, οι χυμοί, το τσάι, ο καφές και τα αναψυκτικά.
«Διαρροές»
Παράλληλα, βέβαια, με την ενυδάτωση, είναι απαραίτητη και η μείωση των «διαρροών» νερού από τον οργανισμό. Για αυτό τον λόγο, τις πιο ζεστές ώρες της ημέρας, καλό είναι να αποφεύγονται οι εξωτερικοί χώροι, αλλά και τα μέρη χωρίς καλό εξαερισμό. Καλό είναι επίσης να φοράμε καπέλο και ελαφρά ρούχα και να παρακολουθούμε το βάρος μας.
Θυμίζουμε ότι οι συνθήκες καύσωνα απειλούν κυρίως τα παιδιά, τα άτομα της τρίτης ηλικίας, καθώς και γενικότερα ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, όπως είναι όσοι πάσχουν από χρόνια νοσήματα, αλλά και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα.