Η όλη υπόθεση αφορά δικαστική διαμάχη πρώην ζευγαριού για τα δικαστικά έξοδα και καταβολή τυχόν διατροφής. Η σύζυγος είχε ανακαλύψει την απιστία του ανδρός της και είχε αποφασίσει, αμέσως μετά, να προσφύγει στην δικαιοσύνη, με αίτημα το διαζύγιο.
Στο μεταξύ, όμως, είχε απατήσει και η ίδια τον άνδρα της, ενώ εκείνος είχε φύγει από το σπίτι και ήταν σε διάσταση.
Έπειτα από τρεις δίκες, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφαίνεται, τώρα, ότι η αρχική και μοναδική ευθύνη για την διάλυση του γάμου είναι του συζύγου, ο οποίος, πρώτος, και χωρίς αρνητικά προηγούμενα, τάραξε τον βίο, την εμπιστοσύνη και την όλη ηρεμία του ζευγαριού.
Εμμέσως, δηλαδή -γράφουν πολλοί σχολιαστές- η μετέπειτα απιστία της γυναίκας του μπορεί να ερμηνευθεί ως «αντίποινα» και ως πράξη η οποία, όμως, δεν είναι καταδικαστέα, διότι αποτελεί αποκλειστικά και μόνο μια αντίδραση.
Όλα τα δικαστικά έξοδα θα πρέπει να τα επωμισθεί, συνεπώς, ο άπιστος σύζυγος , χωρίς να μπορεί να προβάλει καμία οικονομική απαίτηση, έστω και αν η πρώην γυναίκα του διέθετε μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια.