Του Δημ. Κατσανάκη
Με τα ποσοστά των Ελλήνων, που ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, να αυξάνονται διαρκώς, ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης συρρίκνωσης του οικογενειακού εισοδήματος αλλά και της αλματώδους αύξησης των ποσοστών ανεργίας είναι φυσικό το πρόβλημα του υποσιτισμού στις μικρές ιδιαίτερα ηλικίες να έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις.
Υπό την έννοια αυτή η απόφαση της Περιφέρειας Θεσσαλίας να δρομολογήσει έρευνα για την καταγραφή του προβλήματος αλλά και των αναγκών σίτισης των μαθητών, όπως παρουσιάστηκε στη συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου, υπερβαίνει τα όρια της καθημερινής πολιτικής πρακτικής και προσεγγίζει την ουσία ύπαρξης της ίδιας της Αυτοδιοίκησης. Ενός θεσμού, που βρίσκεται πιο κοντά από κάθε άλλη μορφή εξουσίας στον πολίτη και ως εκ τούτου οφείλει να βρίσκεται κοντά στον πολίτη με πολιτικές, που αντιμετωπίζουν τα προβλήματά του. Και ο υποσιτισμός εμφανίζεται πλέον την τελευταία τριετία ως μείζον κοινωνικό πρόβλημα.
Δυστυχώς όμως χρειάστηκε μια επερώτηση περιφερειακού συμβούλου της αντιπολίτευσης για να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης στο περιφερειακό συμβούλιο και η απόφαση για τη δρομολόγηση μιας έρευνας για την καταγραφή των αναγκών σε συνεργασία με την Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης, τους Δήμους και την Εκκλησία να εμφανίζεται ως πρωτοβουλία, παρότι για ένα αυτοδιοικητικό θεσμό (θα έπρεπε να) αποτελεί υποχρέωση.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ θα μπορούσε να πει κανείς αλλά πέραν της διαπίστωσης για τα καθυστερημένα αντανακλαστικά απέναντι σε ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα, προκύπτει και ένα αμείλικτο ερώτημα. Αρκεί από μόνη της η διάγνωση της ασθένειας για εξασφαλιστεί η θεραπεία της; Η αρνητική απάντηση στο ερώτημα σε κάθε περίπτωση είναι κάτι περισσότερο από προφανής.
Η οριοθέτηση του υποσιτισμού των μαθητών με την καταγραφή των αναγκών τους αποτελεί προϋπόθεση για να βρεθούν λύσεις και εδώ φαίνεται να αρχίζουν τα δύσκολα για την Περιφέρεια. Διότι χρήματα από τον κρατικό κορβανά δεν υπάρχουν, όπως εύκολα ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί. Αλλά και οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, που αναλαμβάνονται από ολοένα και αυξανόμενους φορείς και οργανώσεις, όσο αξιέπαινες και αν είναι, όπως αυτές της Εκκλησίας ή η πρόσφατη του Κέντρου Υγείας Τυρνάβου για την συγκέντρωση γάλακτος βρεφικής ηλικίας, δεν επαρκούν για να αντιμετωπίσουν συνολικά το οξυμμένο πρόβλημα.
Και επειδή οι γνωστές συνταγές με τις μηδενικές κρατικές χρηματοδοτήσεις και αποσαρθρωμένες τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές αποδεικνύονται ανεπαρκείς για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του προκύπτει πλέον επιτακτικά για τους αυτοδιοικητικούς θεσμούς η ανάγκη για τη διαμόρφωση μηχανισμών καταπολέμησης της φτώχειας και του αποκλεισμού, που μέσα από ένα ολοκληρωμένο σχεδιασμό θα μπορούν να αντλούν πόρους χρηματοδότησης, θα συντονίζουν όλες τις κοινωνικές δομές και τις εθελοντικές οργανώσεις ώστε να καλύπτονται -όπου υπάρχουν- ανάγκες στη βάση της αρχής των ίσων ευκαιριών.
Κοινωνικό δίκτυο, που θα αξιοποιεί κάθε εργαλείο προκειμένου να βρίσκεται δίπλα στον πολίτη και να καλύπτει τις ανάγκες του αποτελεί αναμφισβήτητα μια από τις «έξυπνες λύσεις» για τις οποίες έγινε πολύς λόγος (χωρίς να προσδιοριστούν) την προηγούμενη Δευτέρα στο Περιφερειακό Συμβούλιο.
Ταυτόχρονα αναδεικνύεται και σε ένα μεγάλο «πολιτικό στοίχημα» τόσο για την Περιφερειακή όσο και για την Τοπική Αυτοδιοίκηση με τους πολίτες να αναμένουν από τις τοπικές αρχές την υλοποίηση των προεκλογικών τους προγραμμάτων και δεσμεύσεων, που περιείχαν μεγάλες δόσεις προώθησης πολιτικών με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα...