ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ

Η καταστροφή κι η ελπίδα

Δημοσίευση: 25 Ιουν 2024 16:50

Πώς βρέθηκε αυτός από ένα καμποχώρι στη μέση της Θεσσαλίας στη θάλασσα ποτέ δεν το κατάλαβε.

Στην Ιτέα Καρδίτσας γεννήθηκε, ένα μικρό χωριό στα σύνορα Λάρισας και Καρδίτσας. Ως Κουτσαρί το γνωρίζουν οι περισσότεροι. Βάγιο τον βάφτισαν όπως τα περισσότερα αγόρια στην περιοχή. Παιδί, εγγόνι και απόγονος πολλών γενιών κτηνοτρόφων, το μόνο που ήθελε από μικρό παιδί είναι να είναι με τα ζώα. Πού τον έχανες και πού τον έβρισκες μέσα στη στάνη ήταν. Πότε να μοιράζει άχυρο στα ζώα, πότε να ταΐζει με το μπιμπερό τα βυζανιάρικα αρνάκια και πότε να βοηθάει να αρμέξουν. Ποτέ του δεν σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να ζήσει μακριά από τα ζώα. Κι όμως να που τώρα προσπαθεί να μαζέψει τα ασυμμάζευτα δίπλα στη θάλασσα και μακριά από το χωριό.
Τα πρόβατα της οικογένειάς του τα βοσκούσε ένας τσοπάνης από το Πήλιο, απ’ το χωριό Συκή. Χρονικής τον έπαιρναν και τον πλήρωναν με το καθημερινό του φαγητό και με στάρι που ο ίδιος θα έστελνε πίσω στη δική του οικογένεια και που θα τους εξασφάλιζε το ψωμί του έτους.
«Μποδοσάκηδες» έμοιαζε η οικογένεια των κτηνοτρόφων με τα τόσα γεννήματα και τα χωράφια από τον κλήρο στον φτωχό βοσκό. Γι’ αυτό όταν γέννησε η γαϊδούρα της οικογένειας ζήτησε το γαϊδουράκι, κι αυτός σε αντάλλαγμα θα έδινε ένα κτήμα μακριά από τη Συκή. Κτήμα άχρηστο αφού ήταν δίπλα στη θάλασσα κι ούτε να το σπείρεις μπορούσες αφού το μεγαλύτερο μέρος καλυπτόταν από άμμο και δέντρα μήτε να το πουλήσεις αφού δεν θα βρισκόταν και κανείς να το πάρει…
Χρόνια τον είχαν στη δούλεψή τους, δικό τους άνθρωπο τον λόγιζαν, ήξεραν ότι η ανταλλαγή ήταν εντελώς ασύμφορη γι’ αυτούς, αλλά παρ’ όλα αυτά δέχτηκαν. Κι έτσι βρέθηκαν με ένα οικόπεδο στην παραλία.
***
Όταν άρχισε το Πήλιο να γίνεται από τους πιο τουριστικούς προορισμούς το νοίκιασαν σε έναν επιχειρηματία που η δουλειά του ήταν αυτή: τα καταστήματα δίπλα στη θάλασσα. Το ενοίκιο ήταν καλό οπότε δεν σκέφτηκε να το δουλέψει ο ίδιος, ούτε και θα το ήθελε κιόλας αφού μετά τις σπουδές του στη ζωική παραγωγή δίπλα στη Λάρισα, το μόνο που ήθελε ήταν να ασχοληθεί με τα ζωάκια του. Με την ορμή της νιότης να τον παρακινεί πήρε δάνεια μεγάλα, εκσυγχρόνισε τη στάνη της οικογένειας που πια ήταν «κτηνοτροφική μονάδα», έφτιαξε σιλό όπου αποθήκευε τα δημητριακά τα οποία αγόραζε όταν ήταν στην πιο χαμηλή τιμή τους, έφτιαξε πλάστιγγα για να ζυγίζει ο ίδιος τα φορτία και να μην τον κλέβει ο καθένας, πήρε σύγχρονες μηχανές αρμέγματος και δούλευε νυχθημερόν. Είχε πάρει και ένα κοντέινερ τάχα για να μένουν οι εργάτες που θα έπαιρνε, αλλά στο τέλος έγινε το δεύτερο σπίτι του.
***
Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί έπεσε έξω. Ούτε και μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει πώς ενώ πλήρωνε κανονικά την τράπεζα ποτέ δεν κατάφερε να ξεπληρώσει εντελώς τα δάνεια. Η τιμή στο γάλα έπεφτε σταθερά, η τιμή των ζωοτροφών ανέβαινε εξίσου σταθερά, το ίδιο και η τιμή στο ρεύμα. Τα βοσκοτόπια άλλαζαν χρήση και δίνονταν για πρασίνισμα, κι αυτός έβλεπε να φεύγει μέσα από τα χέρια του η ζωή του. Τα όνειρά του να γίνονται εφιάλτες και να τον κυνηγάν, και οι τράπεζες να τον παίρνουν τηλέφωνο κάθε τρεις και λίγο -όλες τις ώρες τις ημέρες- για να του υπενθυμίσουν ότι έχει ληξιπρόθεσμες δόσεις και το τι προτίθεται να κάνει γι’ αυτό. Όταν τελείωσε η υπομονή και η αντοχή του, πούλησε μονάδα και χωράφια που δικαιούνταν και ξεχρέωσε όλους τους πιστωτές του. Μπορεί να μην έκανε ό,τι αγαπούσε πιο πολύ να κάνει, αλλά μετά από πολύ καιρό ένιωσε ελεύθερος.
***
Πέρασε αρκετό καιρό με το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα να σκέφτεται τι πήγε λάθος, τι θα μπορούσε να κάνει για να αναστρέψει την πορεία. Ασχολούνταν βέβαια με τα χωράφια, αλλά τι κέρδη θα μπορούσαν να αποδώσουν 50 στρέμματα; Πώς θα μπορούσε αύριο-μεθαύριο να συντηρήσει μια οικογένεια; Ευτυχώς που υπήρχε και το ενοίκιο από το οικόπεδο στο Πήλιο και τα έβγαζαν πέρα. Και τότε του ήρθε η ιδέα και απόρησε πώς δεν το είχε σκεφτεί χρόνια νωρίτερα! Να στήσει τη δική του επιχείρηση και να εκμεταλλευτεί αυτός το παραθαλάσσιο κτήμα. Βέβαια η σκέψη πώς θα μπορούσε ένας καραγκούνης από την Καρδίτσα, χωρίς καμία προηγούμενη εμπειρία να τα καταφέρει σε κάτι παντελώς άγνωστο τον τρόμαζε. Τις δυσοίωνες σκέψεις υποδαύλιζε και ο μισθωτής του οικοπέδου που του έλεγε ότι δεν είναι εύκολα τα πράγματα και ότι έτσι άμαθος που ήταν από αυτές τις δουλειές δεύτερο χρόνο δεν θα έβγαζε.
Κι όμως τι κι αν ήταν άσχετος μ’ αυτές τις δουλειές, τι κι αν κάθε φορά που έβλεπε αγριεμένη τη θάλασσα ενδόμυχα ήθελε να γυρίσει πίσω, το μαγαζί που έφτιαξε του έφερνε εισοδήματα που ούτε καν είχε φανταστεί. Λεφτά που του έφταναν να περνάει τους χειμώνες του πλουσιοπάροχα. Βέβαια μεγάλο μέρος των χρημάτων τα έριχνε στο μαγαζί αφού το είχε μάθει πια πως όσο πιο πολλά χρήματα επένδυε τόσο πιο πολλά έβγαζε το επόμενο καλοκαίρι. Κόσμος έκανε ουρές για να βρει μία ξαπλώστρα και οι κρατήσεις έφταναν μέχρι και έναν μήνα μετά. Ο ίδιος τώρα φορούσε χαβανέζικο πουκάμισο και καπέλο Παναμά, αντί για τη φόρμα εργασίας και το καπέλο με την επωνυμία φυτοφάρμακου και αντί για κοπριά τώρα μύριζε ακριβά αρώματα. Πίσω όμως στο οικόπεδο, εκεί που τα δέντρα έριχναν βαριά τη σκιά τους, είχε τρία προβατάκια τα οποία πρόσεχε σαν παιδιά του. Σπιτάκι κανονικό τους είχε και τροφή άφθονη. Έτσι ξόρκιζε από μέσα του την αποτυχία και ικανοποιούσε την ανάγκη του να ασχολείται με τα ζώα.
***
Στο χωριό του ήταν όταν τον πήραν τηλέφωνο και του είπαν για την καταστροφή. Πως η βροχή που έπεφτε για τρεις μέρες μετέτρεψε το ρέμα που περνούσε πιο πέρα από το μαγαζί σε χείμαρρο και παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμά του. Ότι το βουνό κατέβασε λάσπη και κορμούς δέντρων και ότι το μέρος ισοπεδώθηκε. Και να μην προσπαθήσει να πάει του είπαν στο τηλέφωνο γιατί ο δρόμος ήταν κομμένος σε πολλά σημεία και ότι θα κινδύνευε κι ο ίδιος.
Την επόμενη ώρα ήταν στον Βόλο, βρήκε έναν φίλο του με ψαροκάικο και συμφώνησαν πως όταν ο καιρός το επέτρεπε θα τον πήγαινε να δει την κατάσταση στο μαγαζί. Κι επειδή δεν τον πιάνονταν πήρε το αμάξι και ξεκίνησε για Πήλιο, θα πήγαινε μέχρι όπου έβγαινε με το αυτοκίνητο και από κει θα πήγαινε με τα πόδια. Έφτασε με τα χίλια βάσανα μέχρι το Νεοχώρι κι εκεί ζήτησε από έναν πιτσιρικά με μηχανή που ήταν στην πλατεία να τον πάει μέχρι τη Συκή. Ο δρόμος ήταν κομμένος περίπου στα μισά της διαδρομής Συκής και παραλίας. Τα νερά κατέβαιναν με ορμή ακόμη από το βουνό και παρά τις φωνές του νεαρού να μην κάνει καμιά τρέλα και γρήγορα να γυρίσει πίσω γιατί θα τον έβρισκαν στη θάλασσα, αυτός ξεκίνησε με τα πόδια. Στο μεγαλύτερο μέρος υπήρχε άσφαλτος, αλλά σε σημεία έπρεπε να μπει μέχρι τη μέση στη λάσπη, να σκαρφαλώσει νεροφαγωμένα υψώματα και να συρθεί ανάμεσα στα βάτα που του καταμακέλεψαν ρούχα και κορμί. Και τελικά μετά από ώρες έφτασε. Είδε από πάνω τον ατέλειωτο όγκο λάσπης να έχει καλύψει τα πάντα. Κι άρχισε να τρέχει, όχι όμως προς το μαγαζί, αλλά προς το τέλος του οικοπέδου και προς το βουνό. Εκεί που βρισκόταν ο λόγος που έβαλε τη ζωή του σε κίνδυνο αψηφώντας κάθε φωνή λογικής που άκουγε στο κεφάλι του. Πήγε στο μικρό σπίτι, εκεί που μέχρι πρότινος ήταν τα τρία προβατάκια του. Αντικρίζοντας την καταστροφή δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα μπορούσε να επιβιώσει κάτι εκεί και έκατσε περίλυπος πάλι με το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια.
Ακουσε κάτι θορύβους που τους απέδωσε στη φαντασία του. Ομως τη δεύτερη φορά άκουσε καθαρά το αδύναμο βέλασμα. Και ένιωσε βαθιά μέσα του με αληθινή πίστη ότι αφού τα κατάφερε αυτό, θα τα κατάφερνε κι αυτός για άλλη μια φορά.
Θανάσης Αραμπατζής
tharampa@gmail.com

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass