* * *
* ΑΠΟ τη στιγμή που ιέκουψα τα ουίσκια, μ’ έπισι η κλοιά κι την υγειά μου βρήκα. Γνώρσα κι ένα μουρό απού το λένε Λίτσα, μι είπι ότι μένι μέσα στην Καρδίτσα.
Άιντε θα σκώσου κουρνιαχτό μόλις στα μπαράκια σκάσου μουρι ιγώ, άιντι πίνου τσίπρα κι όχι ουί, αυτά δε μι παχιένουν μ’ είπι θείουζ μ’ του προυί.
* * *
* ΖΑΛΙΖΟΥΜΙ απ’ τα τσίπρα τα πουλλά, του στόμα μου μυρίζι σκουρδαλιά, μα δε μι νιάζι, δε μι πειράζι, πήρα τσίχλις για μιτά.
Μπάντσα στου φέις ένα τρελό μουράκι, θα κάνουμι κουνέ απόψι στην Πυργάκι. Να βγει η αλλαγή την είπα κατά τς δέκα, σι λέου θα τερλαθίς, δεν παίζιτι η γναίκα... (κ. ο. κ. )
Ζ.