-Λοιπόν, τα παλιά τα χρόνια στο χωριό ήταν κάποιος που διέθετε ένα βαρβάτο ταύρο. Καλή ράτσα και αποτελεσματικό το ζώο, αυτός ο μπουγάς ήταν που κανόνιζε για την αναπαραγωγή των μοσχαριών, σ΄ αυτόν πήγαιναν όλοι τις γελάδες τους όταν ήταν η κατάλληλη ώρα. Κι ήταν πράγματι αξιόπιστος, πάντα με διάθεση, έκανε τη δουλειά του. Το αφεντικό του όμως εκμεταλλευόταν το μονοπώλιο και χρέωνε ακριβά στους χωριανούς που είχαν την ανάγκη του. Διαμαρτυρήθηκαν αυτοί στον δήμαρχο, πήγε εκείνος διαπραγματεύτηκε σκληρά, κι ας μην ήταν συριζαίος και τελικά συμφώνησαν με τον ιδιοκτήτη του ταύρου να τον αγοράσει ο Δήμος. Του έφτιαξαν κι έναν ωραίο στάβλο με παχνί στην πλατεία του χωριού, έβαλαν και υπάλληλο να τον φροντίζει, μερίμνησαν για ζωοτροφές, να είναι ο ταύρος στα ζεστά, άνετος, τα πάντα στην εντέλεια. Κι άρχισαν οι χωριανοί να φέρνουν τις αγελάδες τους στον δημοτικό επιβήτορα. Ο οποίος όμως άρχισε να δυστροπεί, έπαψε να αποδίδει, δεν γινόταν η δουλειά όπως παλιά, τεμπέλιαζε, αν και όποτε είχε διάθεση, αραιά και που δηλαδή, ανέκυψε σοβαρό πρόβλημα με την αναπαραγωγή του ζωικού κεφαλαίου του χωριού. Πλήθος τα παράπονα στον δήμαρχο, πάει αυτός και βρίσκει τον παλιό ιδιοκτήτη.
- Καλά, τι ζώο μας πούλησες, άλλο; Δεν κάνει τίποτε, τζούφιος ο μπουγάς…
- Μπα… Ο ίδιος είναι. Απλώς τώρα έγινε δημόσιος υπάλληλος. (Με αφορμή το γεράκι που πήρε ο Δήμος για να ορμάει και να αρπάζει τα καλιακούδια διώχνοντάς τα από την πλατεία, ήταν που έλεγε το ανέκδοτο στον δήμαρχο).
Ζ.