Του Κ. Γκιάστα
Η απαγωγή σε άτοπο ή εις άτοπον απαγωγή μπορεί να είναι μία από τις σημαντικότερες μεθόδους μαθηματικής απόδειξης, ωστόσο ένας Λαρισαίος κατάφερε ως καλός καθηγητής Μαθηματικών να την εφαρμόσει απόλυτα και στην αναρρίχηση. Ο Χριστόφορος Κουνιάκης καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του έχει ανέβει σε διάσημες κορυφές όλων των ηπείρων του κόσμου μα πριν από λίγες ημέρες, βρέθηκε μια ανάσα από την κορυφή του γρανιτένιου βουνού «Lotus Flower Tower» που βρίσκεται στον Καναδά.
Οι συνεχόμενες αντίξοες καιρικές συνθήκες τον έκαναν να αφήσει στην άκρη του μυαλού του, όλες τις περιπτώσεις αναρρίχησης ως άτοπες και εν τέλει να σκεφτεί πιο λογικά. Προτίμησε να πει όχι στον παράλογο κίνδυνο και να δει με ψυχραιμία τα 55 του χρόνια και φυσικά την οικογένειά του... Παρ’ όλα αυτά η περιπέτεια ήταν αυτή που μέτρησε.
«Πετώντας, για δεκαέξι περίπου άγρυπνες ώρες, είχα όλο τον χρόνο να σκεφθώ γιατί επέλεξα να πάω σε μια τόσο απομονωμένη περιοχή του πλανήτη, για να σκαρφαλώσω το Lotus Flower Tower. Για να το αποφασίσω να πάω, θυμήθηκα τα λόγια ενός δασκάλου που με είχε συμβουλέψει: Αν ποτέ έχεις να επιλέξεις κάτι, επίλεξε την περιπετειώδη διαδρομή» μας λέει ο κ. Κουνιάκης που τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται και με τον ΕΟΣ Λάρισας ως εκπαιδευτής αναρρίχησης.
«Επιβιβαστήκαμε στο υδροπλάνο και φύγαμε για τη λίμνη, που βρίσκεται κοντά στην περιοχή The Cirque of the Unclimbables, από την οποία θα ανεβαίναμε στο οροπέδιο Fairy Meadow. Προχωρούσαμε σιγά-σιγά, βήμα προς βήμα λόγω βάρους, και τις αισθήσεις σε συναγερμό, καθώς μας είχαν πληροφορήσει ότι στην περιοχή Yukon, που βρισκόμαστε, έχουν καταμετρηθεί περίπου 17.000 αρκούδες. Μετά από 4 με 4,5 ώρες πορεία φθάσαμε στο οροπέδιο Fairy Meadow. Στα πόδια μας ένα καταπράσινο λιβάδι, το οποίο διέσχιζαν ρυάκια, και στις πλευρές του ορθώνονταν απότομα τοίχοι και κολόνες με πλάκες και βελόνες από γρανίτη από 500 μέχρι και 800 μέτρα».
Οι συνεχόμενες βροχές έκλεισαν τους τρεις αναρριχητές στο αντίσκηνο για 3 ημέρες. Κάποια στιγμή ωστόσο ξεκίνησε η διαδικασία της αναρρίχησης με τις σκέψεις να τριγυρίζουν στο μυαλό του κ. Κουνιάκη. «Ξαφνικά ένας μικρός θόρυβος που κάνει ένα κομμάτι βράχου όταν σπάει με επαναφέρει στο παρόν. Ταυτόχρονα αισθάνομαι μια μεγάλη δύναμη να με σπρώχνει προς τα κάτω. Αμέσως συνειδητοποιώ ότι η δύναμη αυτή προέρχεται από το σώμα του άλλου αναρριχητή, ο οποίος στην προσπάθειά του να ανορθωθεί για να τοποθετήσει την πρώτη ασφάλεια, ξεκόλλησε ένα σάπιο κομμάτι βράχου που έπιανε και έπεσε πάνω μου. Βάζοντας όσο δύναμη μπορούσα, προσπάθησα να τον κρατήσω ώστε να μην κτυπήσει στα κοφτερά βράχια που εξείχαν πάνω από το χιόνι» και συνεχίζει: «Μετά από 12 ώρες αναρρίχησης, φθάσαμε σε ένα ευρύχωρο, επίπεδο πατάρι, περίπου τρία μέτρα φάρδος και 7 μέτρα μήκος, ιδανικό μέρος για διανυκτέρευση. Χαλαρώσαμε και φορέσαμε τις βέστες, γιατί η θερμοκρασία άρχιζε να πέφτει κάτω από τους 10ο βαθμούς Κελσίου, μπήκαμε στους σάκους μας, ρίξαμε από πάνω μας έναν πλαστικό μουσαμά, και περιμέναμε σχεδόν άυπνοι, να ξημερώσει».
Όταν ξημέρωσε θυμάται πως «ο άλλος αναρριχητής δεν μπορούσε να πάει μπροστά, καθώς είχε πρόβλημα με τα παπούτσια, ενώ εγώ συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να οδηγήσω τις επόμενες σχοινιές, γιατί δεν ήμουν καλά προπονημένος αναρριχητικά, λόγω κούρασης, καθώς μετέφερνα τα βάρη την προηγούμενη ημέρα, αλλά και εξαιτίας μιας εσωτερικής ψυχολογικής μάχης.
Λαμβάνοντας υπόψη και τον καιρό που βλέπαμε να αλλάζει προς το χειρότερο και την ώρα που είχε ήδη περάσει, υπολογίσαμε ότι ήταν αδύνατον να φθάσουμε στην κορυφή πριν νυχτώσει και θα έπρεπε να διανυκτερεύσουμε άλλη μια νύχτα πάνω. Πολλές φορές, το πιο δύσκολο μέρος στην ορειβασία- αναρρίχηση είναι η απόφαση της οπισθοχώρησης και όχι η απόφαση της ανάβασης».
O μεγάλος ορειβάτης Reinhold Messner είχε δηλώσει κάποτε: “ο καλός ορειβάτης είναι ο ζωντανός ορειβάτης” και ο Χριστόφορος Κουνιάκης είναι ζωντανός...